«Οι δυσαρέσκειες των ανθρώπων που ψηφίζουν τους λαϊκιστές είναι απολύτως πραγματικές, είτε σχετίζονται με την ανισότητα των εισοδημάτων είτε με ζητήματα ταυτότητας είτε με τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης – με τους κερδισμένους και τους χαμένους», δήλωνε τον Σεπτέμβριο ο πρωθυπουργός από τη Νέα Υόρκη, παραλαμβάνοντας το Βραβείο του Παγκοσμίου Πολίτη (Global Citizen Award) του think tank Atlantic Council.
Και πρόσθετε ότι πρόκειται για «πραγματικές δυσαρέσκειες και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να τις αντιμετωπίζουμε και σίγουρα να μη φαινόμαστε υποτιμητικοί προς τις ανησυχίες των απλών ανθρώπων», για να καταλήξει σημειώνοντας πως «η κυβέρνησή μας δίνει έμφαση στην πολιτική όχι στα πολιτικά. Είναι ευθύνη μας ως ηγέτες να βρίσκουμε λύσεις και θα κριθούμε από το πόσο βελτιώσαμε τις ζωές των πολιτών μας».
Αυτή είναι και η ουσία. Αυτή είναι η βάση οποιασδήποτε ανάλυσης αφορά τα δεδομένα που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο μετά και την εκλογή –για δεύτερη φορά– του Ντόναλντ Τραμπ στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ. Μια εκλογή που χτυπά ένα καμπανάκι –μάλλον κάτι πιο ηχηρό– για την Ευρώπη και τις ηγεσίες των χωρών-μελών, οι οποίες εμφανίζονται μέσα από μια ελιτίστικη στάση να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις που διαμορφώνονται σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο εκ των υστέρων.
Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Αμήχανη και φοβική παράλληλα, ως προς τις αναγκαίες τομές και μεταρρυθμίσεις που αφορούν όχι μόνο την ανάγκη εκσυγχρονισμού της αλλά τη γεωπολιτική ωρίμανσή της –όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης– και τη στρατηγική της αυτονομία. Η Ευρώπη κινδυνεύει να μετατραπεί σε απλό παρατηρητή των εξελίξεων και να γκρινιάζει για ενδεχόμενους δασμούς στις εμπορικές σχέσεις, την ώρα που ΗΠΑ και Κίνα θα διαγκωνίζονται σε ένα διαφορετικό επίπεδο.
Είναι άλλωστε κοινώς αποδεκτή η παρατήρηση πως η Ευρώπη βρέθηκε να εξαρτάται πλήρως από τρίτες χώρες. Μετατράπηκε σε έναν γραφειοκράτη που διαχειρίζεται τις εξελίξεις γύρω από την ίδια είτε αυτό αφορά την τεχνολογία είτε την ενεργειακή επάρκεια είτε ακόμη και την πρωτογενή παραγωγή. Κινούμενη πάντα σε μια λογική που παραπέμπει στον χαρακτηρισμό της ως «γηραιάς ηπείρου» και αρκούμενη σε μια ελιτίστικη αντιμετώπιση θεμάτων που αφορούν τα εκατομμύρια των πολιτών και των προβλημάτων τους. Αρκούμενη σε μια ιδεολογικοπολιτική περιγραφή μιας ατζέντας που στο τέλος της ημέρας δεν αφορά τους πολίτες ή τους απασχολεί πολύ λιγότερο από την καθημερινότητά τους.
Στην Ελλάδα, από το 2019 και μετά κατέστη εφικτό να αντιμετωπιστεί ο λαϊκισμός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να νικήσει τους λαϊκιστές σε δύο σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις. Αναδείχθηκε στον ηγέτη της Ευρώπης που πέτυχε αυτό που ο ίδιος περιέγραψε κατά την παραλαβή του βραβείου που του απονεμήθηκε. Και που δεν περίμενε τις εξελίξεις να τον προλάβουν, αφού και στην πρώτη κυβερνητική θητεία και στη δεύτερη στόχευσε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε άλλωστε σε δύο άξονες. Την πρώτη τετραετία στόχευσε στην ανάταξη της οικονομίας. Μιας οικονομίας σχεδόν διαλυμένης μέσα από τρία μνημόνια και κυρίως μέσα από τη διακυβέρνηση μιας αριστεροακροδεξιάς κυβέρνησης όπως αυτή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ των Αλέξη Τσίπρα και Πάνου Καμμένου. Διακυβέρνηση που αναλώθηκε σε κορόνες λαϊκισμού, την ώρα που διέλυε τον βραχίονα της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τη μεσαία τάξη.
Τη δεύτερη τετραετία έχει θέσει ως στόχο τη διάχυση των αποτελεσμάτων της ανάταξης της οικονομίας στην κοινωνία. Οι παρεμβάσεις και οι τομές που έχουν προωθηθεί και προωθούνται κινούνται με γνώμονα τον πολίτη. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη το γεγονός που ο ίδιος ανέφερε. Οτι τόσο οι δυσαρέσκειες όσο και ανησυχίες των πολιτών είναι πραγματικές. Χωρίς να χάνει το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο της κυβερνώσας παράταξης λειτουργεί με γνώμονα ένα κοινωνικό φιλελευθερισμό που παράγει αποτελέσματα.
Είναι αυτός ο λόγος που κατάφερε το 2023 να επαναλάβει, σε μεγαλύτερο μάλιστα μέγεθος, την επιτυχία του 2019 και με τον γνώμονα αυτό κινείται και στο πλαίσιο της δεύτερης κυβερνητικής θητείας, στο τέλος της οποίας θα κριθεί από τους πολίτες.
Και δεν είναι μόνο η οικονομία. Είναι και το μεταναστευτικό. Αυτό που σήμερα ανακαλύπτουν για μια ακόμη φορά στην Ευρώπη, στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται σε συνεχή βάση. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί και λαμβάνονται έχουν οδηγήσει σε μια διαδικασία διαχείρισης που καθιστά λειτουργικό και το πρόταγμα που αφορά ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλωστε η σημερινή κυβέρνηση έχει αποδείξει πως μπορεί να κινηθεί σε ένα πλαίσιο προστασίας ικανό να αποτρέψει εξάρσεις και αντιδράσεις.
Η προσπάθεια του… λαϊκισμού να επανέλθει στο προσκήνιο, μέσα από την αξιοποίηση ενός καταγγελτικού και καταστροφολογικού λόγου, θα ενταθεί. Εντούτοις στην Ελλάδα υπάρχουν αναχώματα με κεντρικότερο αυτό της παρουσίας της κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η Ελλάδα κατάφερε να αποτελέσει παράδειγμα για την ανάταξη της οικονομίας. Μπορεί να αποτελέσει και παράδειγμα για την αντιμετώπιση του λαϊκισμού. Και να εισακουστεί ο Ελληνας πρωθυπουργός ως προς την ανάγκη «ωρίμανσης» της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»