Αναπολώ τα χρόνια που πέρασαν, κυρίως εκείνα που ήμουν παιδί. Τότε που οι θερινοί μήνες στην Ελλάδα του ήλιου συνδέονταν μόνο με τη λέξη «ανεμελιά». Τότε που έβλεπα παιδιά και ενηλίκους να απολαμβάνουν τις διακοπές τους. Τότε που, ναι, είχαμε πυρκαγιές, αλλά οι μεγάλοι δεν διαφωνούσαν αν η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι η απόλυτη προτεραιότητα γιατί το θεωρούσαν όλοι αυτονόητο.
Τότε που στο χωριό μου, τους Γιαννάδες Κέρκυρας, όπως παντού στην Ελλάδα, είχαμε «μπλε», «πράσινα» και «κόκκινα» καφενεία, αλλά καταφέρναμε σχεδόν πάντα να διαφωνούμε χωρίς να βριζόμαστε. Τότε που στοιχηματίζω ότι θα ήμαστε ενωμένοι αν έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μια πανδημία, ακριβώς όπως το κάναμε όταν δεν ξέραμε τις συνέπειες στην υγεία μας μετά το Τσερνόμπιλ.
Τότε που δεν θα κατηγορούσε κανείς έναν πολιτιστικό σύλλογο χωριού γιατί προγραμματίζει το πανηγύρι του καλοκαιριού. Τότε που η διασκέδαση δεν ήταν κατακριτέα, αλλά αδιαμφισβήτητη. Τότε που πενθούσαμε με σεβασμό στους νεκρούς και δεν τολμούσε κανείς να εκμεταλλευτεί μικροκομματικά και μικρόψυχα, όπως συμβαίνει σήμερα, τον θάνατο. Τότε που στη Βουλή υπήρχε αντιπαράθεση με επιχειρήματα και που οι λαϊκιστές και οι δημαγωγοί δεν ήταν ταυτόχρονα και υβριστές των πολιτικών αντιπάλων τους ή τέλος πάντων έβαζαν κάπου φρένο.
Τότε που οι δημοσιογράφοι αναζητούσαν την αλήθεια και όχι τον τρόπο για να συκοφαντήσουν και να χυδαιολογήσουν συναδέλφους τους με τους οποίους διαφωνούν πολιτικά. Τότε που ο «αυριανισμός» ήταν κιτρινίλα και όχι μαγκιά. Τότε που ανησυχούσαν μόνο με επιχειρήματα και όχι επειδή δεν κυβερνούν «οι δικοί μας».
Οχι, αγαπητοί μου. Δεν θα σας περάσει. Απορρίπτω τον διχασμό σας. Και σας λυπάμαι που σας βλέπω να κολυμπάτε σε τέτοιο βούρκο. Τα καλύτερα είναι μπροστά μας. Με κοινή λογική και ενσυναίσθηση, θα ζήσουμε πάλι όπως τότε. Οσες και όσοι μπορούμε. Οι υπόλοιποι είστε μειοψηφία, κολλημένοι στα στραβά κι ανάποδα που πέρασαν. Οχι σε αυτά που αναπολώ.