Η καταψήφιση των αμυντικών δαπανών από τον ΣΥΡΙΖΑ στον Προϋπολογισμό του 2026 δεν είναι μια τεχνική λεπτομέρεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.

Είναι πολιτική επιλογή με καθαρό ιδεολογικό αποτύπωμα. Και κυρίως, είναι επιστροφή. Επιστροφή σε μια αντίληψη που το κόμμα γνωρίζει καλά και έχει εφαρμόσει ξανά, με γνωστά αποτελέσματα.

Ο Σωκράτης Φάμελλος παρουσίασε τους λόγους της στροφής. Μίλησε για «προγραμματισμό», «αιφνιδιασμούς», για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και την αμυντική βιομηχανία, όπως τα περιέγραψε ο ίδιος. Αυτά τα επιχειρήματα, που έχουν χρησιμοποιηθεί ξανά στο παρελθόν, σήμερα έγιναν αφορμή για συνολική άρνηση υποστήριξης των αμυντικών δαπανών. Μια στροφή που, παρά το γνωστό περιεχόμενό της, επαναφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο δόγμα που τον έφερε στο περιθώριο και το 2023.

Στο πακέτο προστέθηκε η «οικονομία του πολέμου», μια γενική έννοια που λειτουργεί περισσότερο ως ιδεολογική ταμπέλα παρά ως πρόταση. Προστέθηκαν και οι αναφορές στη διαφθορά, χρήσιμες ως πολιτική ρητορική, λιγότερο όμως για να αιτιολογήσουν την καταψήφιση. Η ουσία είναι ότι η άρνηση υποστήριξης των αμυντικών δαπανών επιλέχθηκε ως στρατηγική, ανεξάρτητα από άλλες παραμέτρους.

Εδώ ακριβώς επανέρχεται στο προσκήνιο η δήλωση του Γιώργου Τσίπρα το 2022, όταν ως τομεάρχης Άμυνας είχε δηλώσει ότι «η άμυνα της χώρας δεν είναι αυτοσκοπός». Τότε, στη συζήτηση για Rafale και Belharra, η άμυνα παρουσιαζόταν ως παράγωγο της οικονομίας και της πολιτικής ασφάλειας και όχι ως αυτόνομη προτεραιότητα. Τρία χρόνια μετά, η ίδια λογική εφαρμόζεται στην πράξη. Όχι ως επιφυλάξεις, αλλά με καθαρή καταψήφιση.

Η σύμπτωση με τη Νέα Αριστερά μόνο τυχαία δεν είναι. Ένα βασικό σημείο τριβής αφαιρείται και οι εσωκομματικές ισορροπίες εξομαλύνονται. Το τίμημα όμως μεταφέρεται αλλού. Στην εικόνα ενός κόμματος που, σε μια περίοδο αυξημένης γεωπολιτικής πίεσης, επιλέγει την απόσταση αντί της θέσης.

Και όλα αυτά δύο μέρες πριν υψωθεί η γαλανόλευκη στην πρώτη Μπελαρά. Ο συμβολισμός είναι αναπόφευκτος. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να είναι συνεπής με το παλιό του δόγμα. Όχι με τις ανάγκες της συγκυρίας. Και αυτή η συνέπεια έχει ήδη δοκιμαστεί. Με γνωστά αποτελέσματα.