Από το «πετσόκομμα» επί Τσίπρα, στους φιλολαϊκούς προϋπολογισμούς των κυβερνήσεων της ΝΔ, υπό την ηγεσία του Κ. Μητσοτάκη και τον κομβικό ρόλο του Κ. Πιερρακάκη.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία είχε πάντα στο επίκεντρο τη μεσαία τάξη, η οποία αφού σήκωσε δυσανάλογο βάρος τόσο κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου όσο και επί ΣΥΡΙΖΑ, με την ανάληψη της διακυβέρνησης του τόπου από τη ΝΔ πήρε τις απαραίτητες ανάσες.
Η σύγκριση της εποχής Αλέξη Τσίπα με την εποχή Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον κομβικό ρόλο του Κυριάκου Πιερρακάκη στη σύγχρονη δημοσιονομική και αναπτυξιακή στρατηγική, αποτυπώνει δύο διαφορετικές πολιτικές φιλοσοφίες και δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στη σχέση κράτους-πολίτη.
Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε καθεστώς αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης και υψηλή φορολογία. Η μεσαία τάξη βίωσε αυτό που συχνά περιγράφεται ως «πετσόκομμα» με αύξηση φόρων εισοδήματος, προκαταβολές φόρου έως και 100%, υψηλές ασφαλιστικές εισφορές και περιορισμένες δυνατότητες φορολογικών ελαφρύνσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης, με πολλούς να νιώθουν ότι ενώ εργάζονταν και παρήγαγαν, τιμωρούνταν φορολογικά. Η υπερφορολόγηση λειτούργησε ανασταλτικά για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, ενώ ενίσχυσε τη φοροδιαφυγή. Παρά τις υποσχέσεις για αναδιανομή, η οικονομία παρέμεινε στάσιμη και η μεσαία τάξη συρρικνώθηκε περαιτέρω.
Η αλλαγή κυβέρνησης το 2019 σηματοδότησε μια στροφή στη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε ως κεντρικό στόχο την επαναφορά της μεσαίας τάξης στο επίκεντρο της ανάπτυξης. Οι πρώτοι προϋπολογισμοί της ΝΔ περιελάμβαναν μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Η φιλοσοφία ήταν σαφής: λιγότεροι φόροι, περισσότερη ανάπτυξη, περισσότερες θέσεις εργασίας.
Επίσης, είχαν μια προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στη δημοσιονομική πειθαρχία και την κοινωνική στήριξη. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, το κράτος παρενέβη με στοχευμένα μέτρα στήριξης, επιδόματα, ενισχύσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ιδιαίτερη σημασία απέκτησε και ο ρόλος του Κυριάκου Πιερρακάκη, ο οποίος, μέσα από την ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους και τη σύγχρονη προσέγγιση στη διακυβέρνηση, συνέβαλε στη βελτίωση της σχέσης πολίτη-κράτους και στην εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος.
Σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό του 2026, είναι ξεκάθαρος ο κοινωνικός του προσανατολισμός. Η κυβέρνηση δίνει έμφαση στη στήριξη των πιο ευάλωτων, διασφαλίζοντας ότι η ανάπτυξη δεν αφορά λίγους, αλλά το σύνολο της κοινωνίας. Οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα, με στόχο τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα, μακριά από λογικές έκτακτων και αποσπασματικών παρεμβάσεων.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων, η στήριξη των οικογενειών, των συνταξιούχων και των νέων εργαζομένων, καθώς και η προστασία της αγοραστικής δύναμης αποτελούν κεντρικούς άξονες. Το υπουργείο Οικονομικών υποστηρίζει ότι η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς υγιή δημόσια οικονομικά, γι’ αυτό και ο προϋπολογισμός στηρίζεται σε στέρεες δημοσιονομικές βάσεις.
Ταυτόχρονα έχει και αναπτυξιακό χαρακτήρα, με την κυβέρνηση να επενδύει σε ένα μοντέλο που βασίζεται στις επενδύσεις, την καινοτομία, την εξωστρέφεια και την αύξηση της παραγωγικότητας. Στόχος είναι η δημιουργία περισσότερων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας, καθώς και η περαιτέρω μείωση της ανεργίας. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, στις υποδομές, στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, αλλά και στην ενίσχυση της έρευνας και της τεχνολογίας.
Σύμφωνα με τον Κυριάκο Πιερρακάκη, ο προϋπολογισμός του 2026 αποτυπώνει τη μετάβαση της Ελλάδας σε μια νέα εποχή οικονομικής κανονικότητας, με τη «χώρα να έχει αφήσει οριστικά πίσω της τις παθογένειες του παρελθόντος και πλέον οικοδομεί μια οικονομία που στηρίζεται στη θεσμική αξιοπιστία, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη συνεχή μεταρρύθμιση».