Η λαϊκή θυμοσοφία λέει πως «όταν σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελλες». Και τούτο ταιριάζει γάντι στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, με αφορμή την πρόκληση της νεοεκλεγείσας προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα και την (πολύ) κακή αρχή που κάνει με τη θητεία της. Στην περίπτωσή μας, ασφαλώς, εκείνος που έσπειρε τους ανέμους είναι ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ως πρωθυπουργός επέμεινε πεισματικά –μαζί με τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά– στην υπογραφή της συμφωνίας με τη γειτονική χώρα.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Μια συμφωνία που δίχασε την Ελλάδα και «γέννησε» μεγάλες αντιδράσεις που μετουσιώθηκαν σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τα οποία ωστόσο δεν έβαλαν φρένο στα σχέδια του τότε πρωθυπουργού που λέγεται ότι έφταναν ακόμη και στο... Νομπέλ Ειρήνης. Και ανεξαρτήτως του αν ευσταθεί ή όχι αυτή η φήμη, η τακτική που ακολούθησε ο Αλέξης Τσίπρας με το επιτελείο του ωσότου υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών αποτυπώνει ανάγλυφα τον τυχοδιωκτισμό του και τον εφήμερο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την πολιτική και τα εθνικά θέματα.
Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμη και φωνές από τον ΣΥΡΙΖΑ έκαναν λόγο για μια συμφωνία τα προβλήματα της οποίας θα φαίνονταν όχι κατά την ώρα της υπογραφής, αλλά στο μέλλον. Οπερ και εγένετο με την ορκωμοσία της Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα και τη «διάθεση αυτοπροσδιορισμού» της, όπως έσπευσε να ισχυριστεί η ίδια χθες εκ των υστέρων προκειμένου να δικαιολογήσει την απρεπή στάση της, καθώς οι αντιδράσεις ήρθαν όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από την Ευρώπη ή π.χ. τη γειτονική Βουλγαρία.
Τα προβλήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών, είχε επισημάνει πάντως εγκαίρως –ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε– ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, παρά τα όσα λέγονταν και γράφονταν εκείνη την περίοδο για τη στάση των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή το αυτονόητο: ότι διαφωνεί μεν με τη Συμφωνία διότι θα δημιουργήσει ποικίλα προβλήματα στο μέλλον, αλλά ότι αποδέχεται πως η υπογραφή της δημιουργεί ένα κεκτημένο που με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του Διεθνούς Δικαίου σημαίνει ότι η Συμφωνία δεν μπορεί ν’ ακυρωθεί εκ των υστέρων. Οπως ακριβώς, δηλαδή, ισχυρίζεται και... απειλεί ότι θα κάνει μονομερώς τώρα η νέα πρόεδρος της γειτονικής χώρας.
Συγκεκριμένα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε τονίσει και κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή ότι πρόκειται για «εθνική ήττα» και «εθνικό λάθος που προσβάλλει την αλήθεια και την ιστορία της χώρας». Μάλιστα, είχε επισημάνει χαρακτηριστικά και με αυτά ακριβώς τα λόγια ότι «θυμηθείτε με, θα τη βρούμε μπροστά μας και δεν θα είναι για καλό». Παράλληλα, είχε κατηγορήσει ευθέως τον Αλέξη Τσίπρα ότι «αυτό που δεν τόλμησαν να πουν οι Σκοπιανοί» το είπε εκείνος, εννοώντας τις αναφορές σε «μακεδονική γλώσσα». Εξήγησε δε ότι, βάσει της Συμφωνίας, τα Σκόπια θα είναι εκείνα που «θα μονοπωλούν στο εξής την ταυτότητα της ευρύτερης Μακεδονίας και αυτό γίνεται με όχημα την εθνικότητα, την ταυτότητα και τη γλώσσα, γιατί η (τότε) κυβέρνηση τις δέχθηκε ως “μακεδονικές”», επισημαίνοντας παράλληλα ότι αυτό θα δεσμεύσει εφεξής και την Ελλάδα στο διηνεκές.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί το εξής: ότι πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, κατά τη διάρκεια των μεγάλων συλλαλητηρίων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανέσυρε τότε την υπόθεση Novartis, η οποία στην πορεία αποδείχθηκε με τον πιο τρανό τρόπο ότι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια καλοστημένη σκευωρία. Ηταν ακριβώς τότε που ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, έκανε λόγο για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους», αλλά στο φινάλε της υπόθεσης βρέθηκε εκείνος να έχει καταδικαστεί από το Ειδικό Δικαστήριο.
Αυτό που χρειαζόταν, όμως, εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν απλώς να στρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μακριά από τις αντιδράσεις των πολιτών κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Πράγματα που κατέγραψε η ιστορία ως γεγονότα και δεν αποτελούν απλώς εικασίες όπως αυτές που έκαναν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα έκλεινε οριστικά το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας και ότι δεν θα το βρίσκαμε ξανά μπροστά μας...