Κανείς δεν ξυπνά ένα καλοκαίρι για να πεθάνει. Κανείς δεν πηγαίνει στο εξοχικό για να καεί ζωντανός. Κανείς δεν φαντάζεται ότι θα βρεθεί ανάμεσα στη θάλασσα και στη φωτιά, με το παιδί του αγκαλιά, και δεν θα υπάρχει δρόμος διαφυγής. Κι όμως, όλα αυτά συνέβησαν σαν σήμερα, στις 23 Ιουλίου 2018.
Το απόγευμα εκείνης της Δευτέρας, μια σπίθα στο Νταού Πεντέλης, υπό ανέμους 10 μποφόρ και με απουσία κάθε επιχειρησιακού σχεδιασμού, έγινε το σπίρτο που έπεσε στο πιο ξερό καλοκαίρι. Μέσα σε λίγες ώρες, η φωτιά πέρασε τον Μαραθώνα, διέσχισε τη Ραφήνα, και κατάπιε το Μάτι. Όχι απλώς έναν οικισμό. Κατάπιε 104 ανθρώπους. Μεταξύ τους παιδιά, ηλικιωμένοι, οικογένειες που βρήκαν τον θάνατο μέσα σε αυτοκίνητα, σε σπίτια, ακόμα και αγκαλιασμένοι στη θάλασσα.
Ο χρόνος εκείνο το απόγευμα σταμάτησε. Όσοι το έζησαν θυμούνται τη στάχτη στον αέρα, τη μυρωδιά καμένης σάρκας, τις κραυγές για βοήθεια. Αλλά αυτό που εντυπώθηκε στο συλλογικό μας τραύμα ήταν η σιωπή των υπευθύνων, η σύγχυση, η απουσία. Οι πολίτες άφησαν τα σπίτια τους με μηδενική προειδοποίηση. Δεν υπήρξε εκκένωση. Δεν υπήρξε συντονισμός. Υπήρξε μόνο θάνατος και κρατική αμηχανία.
Ποιος φταίει;
Η ερώτηση δεν είναι ρητορική. Η τραγωδία δεν ήταν θεομηνία. Ήταν ανθρωπογενής καταστροφή, αποτέλεσμα χρόνιων παραλείψεων, πολεοδομικού χάους, έλλειψης σχεδίου και ενός κράτους που δεν λειτούργησε. Οι κάτοικοι εγκλωβίστηκαν από την ίδια τους την «ανάπτυξη» – στενοί δρόμοι, μάντρες χωρίς εξόδους, δόμηση μέσα στο πευκοδάσος. Σαν να είχαν όλοι χτιστεί με την πεποίθηση ότι η φωτιά είναι κάτι που συμβαίνει αλλού.
Κι όταν συνέβη, το «αλλού» έγινε «εδώ». Οι εικόνες από το οικόπεδο της φρίκης, όπου 26 άνθρωποι βρέθηκαν καμένοι αγκαλιά, έγιναν σύμβολο όχι μόνο της καταστροφής, αλλά και μιας αμείλικτης εθνικής ευθύνης.
Η επόμενη μέρα
Η φωτιά στο Μάτι ήταν η πιο θανατηφόρα πυρκαγιά στην Ελλάδα σε καιρό ειρήνης. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που ένα φυσικό γεγονός οδήγησε σε μαζικές παραιτήσεις, δικαστικές διώξεις, και μια τεράστια κοινωνική αναταραχή. Ήταν η πρώτη φορά που η συλλογική ανοχή στα «έλα μωρέ», στους αυθαίρετους οικισμούς, στους δήμους-φαντάσματα, φάνηκε να ραγίζει.
Αλλά ήταν και η πρώτη φορά που η κοινωνία θρήνησε τόσο έντονα και τόσο ενωμένα. Ο εθελοντισμός, η αλληλεγγύη, οι δωρεές, τα δάκρυα που δεν ήταν τηλεκατευθυνόμενα. Γιατί το Μάτι δεν ήταν απλώς μια φωτιά – ήταν ο καθρέφτης ενός έθνους που κοιτά την καμμένη του συνείδηση.
Κανένας επίλογος δεν θα γραφτεί
Το Μάτι έγινε δίκη, έγινε τηλεοπτική εικόνα, έγινε τίτλος στις εφημερίδες – αλλά για τους συγγενείς των θυμάτων, είναι ακόμα μια ανοιχτή πληγή.
Οι απώλειες δεν μπαίνουν σε νομικούς φακέλους. Ούτε ξεγράφονται με αποφάσεις. Οι λέξεις «δεν πρόλαβαν», «δεν ειδοποιήθηκαν», «δεν υπήρξε σχέδιο» παραμένουν κατηγορίες με ηθικό βάρος. Και η κοινωνία εξακολουθεί να ρωτά:
« - Μπορεί να ξανασυμβεί;
Αν δεν αλλάξει τίποτα, ναι.
Αν η μνήμη σβήσει, ναι.
Αν η πολιτική παραμένει λόγος και όχι πρόληψη, ναι.»
Σαν σήμερα, λοιπόν, ας μην ανάψουμε κερί μόνο για όσους χάθηκαν, αλλά και για όσα δεν πρέπει να ξαναγίνουν. Το Μάτι κάηκε – ας μην καούμε κι εμείς από τη λήθη.