Τρία χρόνια μετά την τραγωδία που συγκλόνισε την Ελλάδα, σαν σήμερα το 2003, δόθηκε στη δημοσιότητα το τελικό πόρισμα για το ναυάγιο του «Εξπρές Σάμινα». Ήταν ένα κείμενο-καταπέλτης, που δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνειών: ο πλοίαρχος και τα βασικά μέλη του πληρώματος είχαν βαρύτατες ευθύνες. Όχι αόριστες, όχι απρόσωπες. Συγκεκριμένες παραλείψεις, παραβιάσεις κανονισμών, αμέλεια. Κι ένας κατάλογος από ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν όχι από την οργή της θάλασσας, αλλά από την ασύγγνωστη αμέλεια εκείνων που όφειλαν να τις προστατεύσουν.

Για να καταλάβει κανείς το βάρος εκείνου του πορίσματος, πρέπει να γυρίσει πίσω στον χρόνο, στη νύχτα της 26ης Σεπτεμβρίου 2000. Το «Εξπρές Σάμινα», επιβατηγό-οχηματαγωγό της Minoan Flying Dolphins (MFD), είχε αποπλεύσει από τον Πειραιά με προορισμό την Πάρο και τη Νάξο. Στις 22:12, λίγα μόλις λεπτά πριν δέσει στο λιμάνι της Πάρου, προσέκρουσε στις ξέρες «Πόρτες», ανοιχτά του νησιού. Το πλήγμα άνοιξε τρύπα στο πλοίο και μέσα σε 25 λεπτά, το Σάμινα είχε βυθιστεί. Πνίγηκαν 81 άνθρωποι. Από τους 472 επιβαίνοντες, κάποιοι σώθηκαν από παριανούς ψαράδες που βγήκαν με τα καΐκια τους στο σκοτάδι, πριν καλά-καλά φτάσουν οι επίσημες δυνάμεις.

Το σοκ για την ελληνική κοινωνία ήταν τεράστιο. Όχι μόνο γιατί χάθηκαν δεκάδες ζωές σε μια εποχή που η ακτοπλοΐα θεωρούνταν ασφαλής, αλλά γιατί σχεδόν αμέσως φάνηκε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά
. Μαρτυρίες για απουσία του πληρώματος από τις θέσεις του, για εγκατάλειψη των επιβατών, για πανικό και έλλειψη συντονισμού. Και, πάνω απ’ όλα, ένα ανατριχιαστικό ερώτημα: πώς γίνεται ένα πλοίο με σύγχρονα μέσα να χτυπήσει σε βράχια τόσο κοντά στο λιμάνι;

Η απάντηση άρχισε να σχηματίζεται μέσα από τις καταθέσεις. Τη στιγμή της πρόσκρουσης, ο πλοίαρχος δεν βρισκόταν στη γέφυρα. Το τιμόνι το είχε αναλάβει ο υποπλοίαρχος, ο οποίος – όπως προέκυψε – έπαιζε φλίπερ με άλλα μέλη του πληρώματος. Τα συστήματα ναυσιπλοΐας δεν είχαν ελεγχθεί σωστά. Το πλοίο έπλεε αυτόματα και κανείς δεν επιτηρούσε ενεργά την πορεία του. Όταν έγινε η πρόσκρουση, ο συναγερμός δεν χτύπησε αμέσως. Οι επιβάτες πληροφορήθηκαν τι συμβαίνει όταν ήδη είχε αρχίσει να γέρνει η καμπίνα τους. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν πού είναι τα σωσίβια.

Το πόρισμα που ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2003 ήρθε να επιβεβαιώσει -τεκμηριωμένα πια- όλα εκείνα που είχαν ακουστεί με πόνο και οργή τους μήνες που ακολούθησαν το ναυάγιο. Το Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων κατέγραψε βαρύτατες ευθύνες στον πλοίαρχο, τον υποπλοίαρχο, μέλη του πληρώματος, αλλά και την πλοιοκτήτρια εταιρεία, τόσο για τις συνθήκες του ατυχήματος όσο και για την ανεπάρκεια των σωστικών μέσων και των διαδικασιών εκκένωσης. Η εταιρεία είχε διαφημίσει το Σάμινα ως «ένα από τα ασφαλέστερα πλοία του στόλου», όμως η αλήθεια ήταν άλλη: παλιό, με τεχνικές αδυναμίες και ανεπαρκή εκπαίδευση πληρώματος.

Οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν ήταν βαριές: ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή, έκθεση επιβατών σε κίνδυνο, παραβίαση βασικών κανόνων ναυσιπλοΐας. Το 2006, ο πλοίαρχος καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, ο υποπλοίαρχος σε 19, και άλλα μέλη του πληρώματος σε ποινές μικρότερες. Το ελληνικό δικαστικό σύστημα έδειξε πως μπορεί - έστω με καθυστέρηση - να αποδώσει δικαιοσύνη. Αλλά κανένα δικαστήριο δεν έφερε πίσω τους 81 νεκρούς.

Το «Εξπρές Σάμινα» δεν ήταν απλώς ένα ναυάγιο. Ήταν ένας καθρέφτης. Έδειξε με τον πιο οδυνηρό τρόπο τι σημαίνει έλλειψη ευθύνης σε θέσεις εξουσίας, τι σημαίνει να θεωρείς «ρουτίνα» την ασφάλεια ανθρώπων. Σαν σήμερα, το πόρισμα του 2003 μας θύμισε πως οι τραγωδίες δεν πέφτουν από τον ουρανό - φτιάχνονται βήμα βήμα, με παραλείψεις, με σιωπές, με ατιμωρησία.

Και η μνήμη τους πρέπει να μένει ζωντανή. Όχι από εμμονή στο παρελθόν, αλλά ως φράγμα στο να μην επαναληφθούν.