Σαν σήμερα, 11 Δεκεμβρίου 1990, η ελληνική Βουλή δοκίμαζε για πρώτη φορά κάτι που τότε φάνταζε σχεδόν επαναστατικό: μια διαδικασία λογοδοσίας, συζήτησης και...πολιτικού θεάματος, γνωστή ως «Ώρα του Πρωθυπουργού». Ένας θεσμός που μπορεί να μην κράτησε για πάντα ατόφιος, αλλά άφησε το αποτύπωμά του στην πολιτική μας ιστορία.

Η λογική ήταν απλή, ότι κάθε δεκαπέντε ημέρες, ο πρωθυπουργός θα απαντούσε σε δύο επίκαιρες ερωτήσεις βουλευτών. Μόνο που η απλότητα σπάνια επιβιώνει στο πολιτικό μας σύστημα. Οι ερωτήσεις έπρεπε να αναπτυχθούν μέσα σε δύο μόλις λεπτά, χρόνος που μόλις και μετά βίας αρκούσε για να φτάσει κανείς στο ρήμα της πρώτης πρότασης. Κι ύστερα ο πρωθυπουργός είχε τον τελευταίο λόγο, ένα μικρό, αλλά κρίσιμο προνόμιο που έκανε πολλούς να λένε πως το παιχνίδι ήταν ήδη μισό κερδισμένο πριν καν αρχίσει.

Πρώτος που βρέθηκε απέναντι στη διαδικασία ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Εκείνη τη μέρα, ακριβώς σαν σήμερα, απάντησε σε μια ερώτηση του Χαρίλαου Φλωράκη για τις γερμανικές αποζημιώσεις. Ήταν μια συζήτηση με βαρύ ιστορικό φορτίο και παράλληλα μια συμβολική έναρξη ενός θεσμού που ήθελε να φέρει τον πρωθυπουργό πιο κοντά στο κοινοβουλευτικό μικροσκόπιο.

Κι όμως, λίγα χρόνια αργότερα, το 1993, ο θεσμός καταργήθηκε. Οι αλλαγές της πολιτικής σκηνής, οι νέοι συσχετισμοί και οι διαφορετικές προτεραιότητες έδειξαν ότι η «Ώρα» δεν είχε αποκτήσει ακόμη τα απαραίτητα θεσμικά πατήματα. Αλλά η ιστορία είχε κι άλλο γύρο, έτσι το 1996 επανήλθε, ανανεωμένη, με δυνατότητα συμμετοχής και απλών βουλευτών.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η «Ώρα του Πρωθυπουργού» μεταμορφώθηκε σε «πλατφόρμα» που αποτυπώνει την εκάστοτε πολιτική κουλτούρα. Ο Κώστας Σημίτης απάντησε σε 71 ερωτήσεις, χτίζοντας έναν σχεδόν τεχνοκρατικό ρυθμό παρουσίας. Ο Κώστας Καραμανλής, πιο φειδωλός αρχικά, ανέβασε ταχύτητα στη δεύτερη θητεία του με 21 συζητήσεις. Από την άλλη πλευρά, ο Αντώνης Σαμαράς δεν απάντησε ποτέ σε καμία από τις 44 ερωτήσεις που κατατέθηκαν, γεγονός που ακόμα μνημονεύεται ως χαρακτηριστική αντίθεση ανάμεσα στο γράμμα και στο πνεύμα του θεσμού.

Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, η «Ώρα του Πρωθυπουργού» μοιάζει σαν ένα εργαστήριο δημοκρατίας. Ήταν άλλοτε ουσιώδης, άλλοτε συμβολική, και συχνά επικοινωνιακή. Αλλά όσο κι αν άλλαξε, όσο κι αν αμφισβητήθηκε, θύμιζε πάντα κάτι πολύ βασικό, ότι ο χρόνος για δημόσιο διάλογο δεν είναι μία διαδικαστική καινοτομία, αλλά υποχρέωση!