Σε τακτά χρονικά διαστήματα επανεμφανίζονται σκιές από το παρελθόν που επιδιώκουν να επιστρέψουν στο προσκήνιο, άλλοτε με εμφανή και άλλοτε με πιο συγκαλυμμένο τρόπο. Στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, δύο φυσιογνωμίες του χθες –ο Αλέξης Τσίπρας και ο Αντώνης Σαμαράς–, άλλοτε με πολιτικούς ελιγμούς και άλλοτε μέσω υπόγειων διαύλων, δείχνουν να θέλουν να ξαναγίνουν πρωταγωνιστές. Η «πολιτική ρεβάνς» που επιζητούν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί μοιάζει περισσότερο με αναζήτηση πολιτικής δικαίωσης ή και εξιλέωσης, παρά με οργανωμένη επανεκκίνηση. Ωστόσο, το κοινό στοιχείο είναι η δυσκολία να επανακτήσουν αποδοχή –τόσο μέσα στα κόμματά τους όσο και στον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο.

Ο Αλέξης Τσίπρας κουβαλά την κληρονομιά της διακυβέρνησης της «πρώτης φορά Αριστερά», του δημοψηφίσματος, των δραματικών διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς, της υπογραφής του τρίτου μνημονίου, της προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ στον υποτιθέμενο κυβερνητικό ρεαλισμό και, τέλος, στην πολιτική του αποσύνθεση.

Από τη δική του πλευρά, ο Αντώνης Σαμαράς εκπροσωπεί το ρεύμα της δεξιάς πολιτικής πτέρυγας. Υπήρξε πρωθυπουργός σε μία δύσκολη οικονομική συγκυρία, με κεντρικό αφήγημα την «ευρωπαϊκή σταθερότητα». Ωστόσο, δεν ξέφυγε από την παγίδα της εσωστρέφειας, των ισορροπιών με την Ακρα Δεξιά, αλλά και της ταύτισής του με μνημονιακές πολιτικές που απογοήτευσαν το εκλογικό του ακροατήριο.

Και οι δύο άντρες έχουν αποχωρήσει από την πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Ο Α. Τσίπρας παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά το εκλογικό Βατερλό του 2023 και η επιλογή του Στέφανου Κασσελάκη ως διαδόχου του, όχι μόνο δεν τον δικαίωσε, αλλά μάλλον επιδείνωσε την εσωκομματική του παρακαταθήκη. Πολλοί στον ΣΥΡΙΖΑ τον βλέπουν πλέον ως «ενοχλητική σκιά», που δυσκολεύει την ανασύνταξη, χωρίς να προσφέρει λύση. Ωστόσο, η παρουσία του μέσω του ινστιτούτου του, η παρέμβασή του σε κομβικά ζητήματα και οι επαφές με στελέχη, δείχνουν έναν άνθρωπο που ψάχνει τρόπο να παραμείνει ενεργός –ίσως όχι άμεσα, αλλά ως θεματοφύλακας του δικού του «πολιτικού ΣΥΡΙΖΑ».

Ο Α. Σαμαράς, διαγραμμένος από τη Νέα Δημοκρατία και με αποδυναμωμένη εσωκομματική επιρροή, ποντάρει στα εθνικά θέματα, στο Μεταναστευτικό και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, για να διαφοροποιηθεί από την επίσημη πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πολλές φορές μιλά μέσω διαρροών, αρθρογραφίας ή συνεντεύξεων – όπως έγινε την περασμένη Κυριακή στη εφημερίδα «Το Βήμα»–, επιχειρώντας να διαμορφώσει ρεύμα «δεξιάς στροφής» μέσα στη ΝΔ. Ωστόσο, δεν φαίνεται να συγκινεί ευρύτερες μάζες, ούτε να μπορεί να συσπειρώσει έστω και ελάχιστο κομμάτι της ΚΟ.

Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι και οι δύο πρώην πρωθυπουργοί μοιάζουν να απευθύνονται σε ένα «παλιό ακροατήριο», το οποίο είτε έχει απομακρυνθεί από την πολιτική είτε έχει στραφεί σε νέα μορφώματα. Στην περίπτωση του Α. Τσίπρα, το εκλογικό κοινό που τον ανέδειξε κάποτε (νεολαία, λαϊκά στρώματα, προοδευτικοί ψηφοφόροι) δείχνει πλέον απογοητευμένο και είτε απέχει είτε αναζητά νέα πολιτικά σχήματα.

Ο Α. Σαμαράς, από την άλλη, δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, οι οποίοι είτε έχουν ενσωματωθεί πλήρως στον κεντροδεξιό ρεαλισμό της σταθερότητας και των μεταρρυθμίσεων είτε στρέφονται προς πιο ακραίες δεξιές φωνές και πολιτικούς σχηματισμούς.

Το βασικό πρόβλημα και των δύο, λοιπόν, είναι ότι λειτουργούν με όρους του παρελθόντος. Επενδύουν στη νοσταλγία –ο ένας για την «αριστερή ελπίδα», ο άλλος για την «εθνική ευθύνη»– αλλά η κοινωνία δείχνει να έχει μετατοπιστεί. Ο ψηφοφόρος του 2025 είναι κουρασμένος, απαιτητικός, πιο κυνικός και πολύ πιο αποστασιοποιημένος. Δεν συγκινείται από μεγάλα συνθήματα, ούτε από επιστροφές στα «παλιά μεγαλεία». Ζητά ρεαλισμό, ασφάλεια, ουσία και άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Αυτό το χάσμα αποδοχής δεν γεφυρώνεται εύκολα και σίγουρα όχι με υπονοούμενα επιστροφής ή με κινήσεις παρασκηνίου. Οι πολιτικοί παρατηρητές πιστεύουν ότι ούτε ο Α. Τσίπρας μπορεί να επανεμφανιστεί ως «ηγέτης σωτήρας» ούτε ο Α. Σαμαράς μπορεί να επιβάλει τη γραμμή του εντός ενός κόμματος που έχει μετακινηθεί προς το Κέντρο και λόγω αυτού έχει σημειώσει αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες.

Το πιθανότερο είναι ότι αμφότεροι θα συνεχίσουν να επιχειρούν παρεμβάσεις, άλλοτε προσωπικές, άλλοτε μέσω τρίτων. Ο Α. Τσίπρας ίσως προσπαθήσει να ηγηθεί μελλοντικά μιας ευρύτερης προοδευτικής συμμαχίας, αν και η προσωπική του φθορά δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Ο Α. Σαμαράς πιθανόν να παραμείνει ως «ιδεολογική φωνή» της Δεξιάς, χωρίς όμως ουσιαστικό ρόλο στα πράγματα.

Πολιτικά, μοιάζουν εγκλωβισμένοι: δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη σκηνή, αλλά ούτε έχουν χώρο να σταθούν ξανά στο κέντρο της. Και ενώ επιθυμούν «πολιτική ρεβάνς», στην πράξη δεν έχουν πειστικό αφήγημα για το σήμερα – μόνο αναμνήσεις για το χθες. Η ιστορία συχνά επαναλαμβάνεται, αλλά ποτέ με τον ίδιο τρόπο.

Οι πολιτικοί που δεν προσαρμόζονται στο παρόν μένουν εγκλωβισμένοι στο δικό τους παρελθόν. Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Αντώνης Σαμαράς ίσως δεν το έχουν ακόμα αποδεχτεί πλήρως.