Ισχυρά και αδιαμφισβήτητα νομικά επιχειρήματα περιλαμβάνει η απαντητική επιστολή της Ελλάδος στον ΟΗΕ, με την οποία αντικρούονται οι απαράδεκτες λιβυκές ρηματικές διακοινώσεις της 27ης Μαΐου και της 20ης Ιουνίου 2025, τα βασικά σημεία της οποίας παρουσιάζει «Το Μανιφέστο».

Σύμφωνα με πληροφορίες μας, η ελληνική ρηματική διακοίνωση (verbal note) βρίσκεται στο τελικό στάδιο διαμόρφωσης από τους αρμόδιους της Κεντρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Εξωτερικών και εντός των επόμενων ημερών αναμένεται να αποσταλεί στον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Αρχικά, στην επιστολή υπογραμμίζεται ότι Τουρκία και Λιβύη δεν έχουν παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές άρα «ούτε κοινά θαλάσσια όρια» και τονίζεται ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο «δεν έχει έννομες συνέπειες και δεν δημιουργεί κανένα αποτέλεσμα». Γίνεται, δε, αναφορά και στη ρητή απόρριψη του τουρκολιβυκού από την Ε.Ε., όπως αυτή αποτυπώθηκε στα συμπεράσματα του τελευταίου Συμβουλίου.

Παράλληλα, αποδομείται εμφατικά η λιβυκή αιτίαση περί ακυρότητας της ελληνοαιγυπτιακής ΑΟΖ. «Απορρίπτουμε τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς της Λιβύης ως προς τη συμφωνία της μερικής οριοθέτησης Ελλάδος – Αιγύπτου, η οποία είναι απολύτως νόμιμη και έχει συναφθεί μεταξύ κρατών με αντικείμενες ακτές και υπό τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας», επισημαίνεται.

Όσον αφορά στους ισχυρισμούς περί δήθεν λιβυκών δικαιωμάτων στις περιοχές νοτίως της Κρήτης, όπου η Ελλάδα προκήρυξε διαγωνισμό για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σημειώνεται ότι αυτοί «στερούνται νομικής βάσης».

Ειδικότερα, γίνεται λόγος ότι πρόκειται για περιοχές που είναι «αποκλειστικά εντός της ελληνικής δικαιοδοσίας» και ότι εκεί η Ελλάδα «ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα».

«Εν τη απουσία συμφωνιών οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών», συνεχίζεται στην επιστολή, «τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι η μέση γραμμή και, γι’ αυτό, η Ελλάδα έχει ενημερώσει επανειλημμένως τον ΟΗΕ».

Επιχειρώντας να θεμελιώσει στην ορθή -για την ίδια- βάση το πλαίσιο της μελλοντικής οριοθέτησης, η Ελλάδα απορρίπτει τις λιβυκές θέσεις περί έλλειψης ή έστω περιορισμένης επήρειας των νησιών. «Όλα τα ελληνικά νησιά έχουν θαλάσσιες ζώνες, όπως κάθε άλλο έδαφος και οποιαδήποτε μέση γραμμή μεταξύ Ελλάδος – Λιβύης θα πρέπει να τα λαμβάνει υπόψη».

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πλευρά εξετάζει να αξιοποιήσει ένα ακόμη επιχείρημα (το οποίο ανέδειξε στην αρθρογραφία του ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής Άγγελος Συρίγος): πώς, ενώ η Λιβύη έλαβε υπόψη της τη νήσο Σικελία στην οριοθέτηση με την Ιταλία, τώρα επιδιώκει να παρακάμψει την Κρήτη, το πέμπτο μεγαλύτερο σε έκταση και πληθυσμό νησί της Μεσογείου;

Εάν χρησιμοποιηθεί το εν λόγω επιχείρημα, η Αθήνα θα το συνοδεύσει με αιχμές για λιβυκές «πολιτικά υποκινούμενες θέσεις» —ένα καρφί που εκτός από την Τρίπολη, εκτιμάται ότι αφορά και την Άγκυρα ως καθοδηγητή της πρώτης.

Επιπλέον, στην επιστολή υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα και η Λιβύη πριν από κάποια χρόνια είχαν εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών «οι οποίες δεν τελεσφόρησαν και λόγω των ατυχών γεγονότων στη Λιβύη» (σ.σ. λιβυκός εμφύλιος). Ο έτερος λόγος ήταν ο μαξιμαλισμός και η λιβυκή αδιαλλαξία.

Οι δύο χαρακτηρισμοί δεν θα περιλαμβάνονται στην επιστολή, αλλά θα τεκμηριώνονται με παραπομπή στις ευθείες γραμμές βάσης που χάραξε η Λιβύη το 2005 αλλά και στο κλείσιμο του Κόλπου της Σύρτης το 1973 —μια ενέργεια που η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει. Παρ’ όλα αυτά, αποτυπώνεται η ελληνική βούληση για επανεκκίνηση των διμερών διαπραγματεύσεων, κάτι που εκτός από πραγματικό γεγονός λειτουργεί και ως «έξωθεν καλή μαρτυρία».

ΘΧΣ

Σχετικά με τις λιβυκές αιτιάσεις για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) που ανακοίνωσε η Ελλάδα, εξηγείται ότι αυτός υλοποιήθηκε προς εκπλήρωση των ελληνικών υποχρεώσεων υπό την Οδηγία 2014/89 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Τονίζεται, δε, ότι η θαλάσσια δικαιοδοσία που διεκδικεί στο νότιο κομμάτι του ελληνικού ΘΧΣ η βορειοαφρικανική χώρα είναι «αστήρικτη και κενή κάθε νομικής βάσης».

Τέλος, στην επιστολή γίνεται αναφορά σε δύο προγενέστερες ελληνικές ρηματικές διακοινώσεις, της 29ης Σεπτεμβρίου 2020 και της 17ης Ιανουαρίου 2024. Η πρώτη ήταν απαντητική σε τουρκική επιστολή και υπερασπιζόταν την ελληνοαιγυπτιακή ΑΟΖ, ενώ η δεύτερη αφορούσε την προηγηθείσα μονομερή ανακήρυξη συνορεύουσας ζώνης από πλευράς Λιβύης (5 Δεκεμβρίου 2023).