Από το 2019 μέχρι σήμερα, το περιβόητο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την Ανατολική Μεσόγειο, επανεμφανιζόμενο σε κάθε συγκυρία αστάθειας, είτε στη Λιβύη είτε στην Τουρκία.
Οσοι πίστεψαν πως πρόκειται για ένα νομικά κενό γράμμα, διαψεύστηκαν από την ίδια την επιμονή της Αγκυρας να το επικαλείται ως βάση επεκτατικής πολιτικής. Και όσοι περίμεναν πως η λήξη της GNA θα το καταργούσε αυτομάτως, διαπίστωσαν πως τα νομικά κενά συχνά λειτουργούν ως πολιτικά παράθυρα. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο αν ισχύει. Είναι πώς χρησιμοποιείται.
Με φόντο τις εξελίξεις στη Λιβύη και τις συνεχείς τουρκικές αναφορές στο μνημόνιο του 2019, ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ Παντείου, νομικός, οθωμανολόγος, τουρκολόγος, μιλά για τη διεθνή νομική παγίδα της εποχής και εξηγεί γιατί το λεγόμενο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο δεν είναι απλώς ένα «διμερές έγγραφο», αλλά μια διεθνοπολιτική «νάρκη» με νομικά προσχήματα. Και γιατί η Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς στο δίλημμα: να κινηθεί νομικά ή να αποφύγει την έμμεση αναγνώριση του μνημονίου μέσω της προσφυγής.
Κύριε Σταθακόπουλε, πού βρισκόμαστε σήμερα με το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο; Υπάρχει ακόμα στο τραπέζι ή έχει «καεί»;
Το μνημόνιο του 2019, μεταξύ της Τουρκίας και της τότε Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης (GNA), όχι μόνο δεν έχει «καεί», αλλά συνεχίζει να το επικαλείται η Αγκυρα ως εργαλείο ελέγχου στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο πως, ενώ έχουν αλλάξει κυβερνήσεις στη Λιβύη, το περιεχόμενο και η πρόθεση του μνημονίου επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ενίοτε ενισχυμένο.
Νομικά, πώς στέκεται αυτό το μνημόνιο;
Πρόκειται για μια συμφωνία που έχει υπογραφεί από όργανο de facto. Δηλαδή από κυβέρνηση που λειτουργούσε μεν, αλλά χωρίς πλήρη και καθολική νομιμοποίηση – ούτε από το Κοινοβούλιο της Λιβύης ούτε εντός του πλαισίου της συμφωνίας Skhirat του 2015 που την όριζε.
Επομένως θα λέγατε πως είναι άκυρο;
Οχι ακριβώς. Το διεθνές δίκαιο προβλέπει κάτι πιο λεπτό: οι πράξεις de facto οργάνων δεν θεωρούνται αυτομάτως άκυρες (a priori), αλλά ακυρώσιμες. Δηλαδή, ισχύουν μέχρι να προσβληθούν και να ακυρωθούν από αρμόδιο διεθνές όργανο. Γι’ αυτό και το μνημόνιο παράγει ακόμη έννομα αποτελέσματα – έστω και παράτυπα.
Γιατί δεν έχει προσβληθεί ακόμα;
Εδώ είναι το κρίσιμο: αν η Ελλάδα προσφύγει π.χ. στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή στο Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας, τότε κινδυνεύει να αναγνωρίσει εμμέσως την εγκυρότητα της άλλης πλευράς, δηλαδή της de facto κυβέρνησης που το υπέγραψε. Μπαίνουμε δηλαδή στη δικονομική παγίδα του να «νομιμοποιήσουμε» αυτό που θέλουμε να ακυρώσουμε. Εν ολίγοις: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Αρα τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα;
Τρία πράγματα:
1. Δικαστική οδός – με όλους τους κινδύνους που αναφέραμε.
2. Διπλωματικά μέσα – όπως ήδη έγινε με την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία ΑΟΖ (2020), που ακυρώνει στην πράξη το εύρος του μνημονίου.
3. Πολιτικές πιέσεις και καταγγελίες στον ΟΗΕ.
Αυτά όμως δεν φτάνουν. Χρειάζονται πιο αποφασιστικά βήματα, στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, χωρίς όμως να πέσουμε στην παγίδα της νομιμοποίησης.
Υπάρχουν νομικά προηγούμενα για τέτοιες περιπτώσεις;
Βεβαίως. Η νομολογία του ICJ δείχνει ότι οι πράξεις de facto οργάνων, ακόμη και αν είναι αμφιλεγόμενες, δεν κρίνονται αυτομάτως άκυρες. Ομως, όταν πρόκειται για παραβίαση θεμελιωδών κανόνων –των λεγόμενων κανόνων jus cogens, όπως είναι η μη παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων τρίτων κρατών– τότε η ακυρότητα προκύπτει σαφέστερα.
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, θεωρείτε ότι το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο μπορεί να ακυρωθεί νομικά;
Θα έλεγα πως όχι απλώς μπορεί, αλλά επιβάλλεται. Είναι μια πράξη ακυρώσιμη, με σοβαρά νομικά ελαττώματα: υπογράφηκε από μη εξουσιοδοτημένο όργανο, χωρίς κοινοβουλευτική επικύρωση, και παραβιάζει κατάφωρα κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Η Ελλάδα, με συνδυασμένη διπλωματική και νομική στρατηγική, μπορεί να την καταστήσει ανενεργή – όπως και έχει αρχίσει να κάνει.
Στην παρούσα συγκυρία, με την Τουρκία να επανέρχεται σε «συμφωνίες οριοθέτησης» στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη σε προεκλογική αναστάτωση, η Ελλάδα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Η απόφαση της Αγκυρας να επαναφέρει την εφαρμογή του μνημονίου του 2019, ακόμη και ως διαπραγματευτικό εργαλείο, δείχνει πως οι νομικές λεπτομέρειες έχουν μετατραπεί σε πολιτικά όπλα. Ο χρόνος κυλάει υπέρ εκείνου που επιβάλλει τετελεσμένα.