Πρωτομαγιά στην Αθήνα, σχεδόν 150 χρόνια πριν, πριν ακόμη καθιερωθεί ως ημέρα εργατικού αγώνα και διεκδίκησης, ήταν πρώτα απ' όλα γιορτή της 'Ανοιξης. Γιορτή της φύσης, της χαράς και της ποίησης. Οι Αθηναίοι της εποχής ξεχύνονταν στα τότε προάστια της πόλης, στα Πατήσια, στα Σεπόλια, στην Κηφισιά αλλά και στους Αμπελόκηπους, για να ζήσουν την αναγέννηση της φύσης μέσα σε περβόλια, κήπους και ανθισμένα ξέφωτα, στήνοντας αυθόρμητα γλέντια, χορούς και τραγούδια.

" "
polaris.jpg

Στην Αθήνα της Μπελ Επόκ, όμως, η Πρωτομαγιά μέχρι και τη δεκαετία του 1930 παρέμενε κυρίως ημέρα εξόδου και χαράς. Τραμ γεμάτα λουλούδια και ανθρώπους κατευθύνονταν προς την εξοχή, οικογένειες και παρέες ζούσαν την άνοιξη και η πόλη, που ο πληθυσμός της αριθμούσε μόλις κάποιες χιλιάδες κατοίκους, μεταμορφωνόταν σε πολύχρωμο, ζωντανό τοπίο. Σήμερα, ελάχιστα ίχνη αυτής της Πρωτομαγιάς έχουν απομείνει. Ανατρέχοντας στα απομνημονεύματα του Μίλτου Γ. Λιδωρίκη, θεατρικού συγγραφέα, λογοτέχνη, χρονικογράφου και πολιτικού της γενιάς του 1890, που υπήρξε βουλευτής, διευθυντής της Βουλής, εθελοντής στους πολέμους του 1897 και 1912, πρώτος προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου, όπως καταγράφηκαν στην εφημερίδα της εποχής Ασύρματος (1879-1939) μπορούμε να ρίξουμε μια σπάνια ματιά στο πώς ζούσε η Αθήνα του 1880-1930 την πρώτη μέρα του Μάη. Τότε που η άνοιξη δεν ήταν απλώς εποχή, αλλά τρόπος ζωής. Τα απομνημονεύματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση για το βιβλίο των εκδόσεων Polaris «Μίλτος Λιδωρίκης - Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ».

Αναφέρει μεταξύ άλλων ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης: «Πρωτομαγιά στην Ελλάδα θα πει ποιητής και στίχοι όμορφοι, δροσάτοι και ερωτικοί. Στα περασμένα χρόνια, κάθε ποιητής, μεγάλος ή μικρός, έπρεπε να τραγουδήσει την άνοιξη, τον Μάη και την Πρωτομαγιά. Κάθε ποιητής απολύτως σημερινός απαξιοί να εμπνευσθεί από το τριαντάφυλλο, τον Αττικό ουρανό, το Μάη και τα δώρα του. Γράφει και κανείς δεν καταλαβαίνει τι θέλει να πει, ποια ομορφιά τον συγκινεί, ποιος πόνος τον κάνει να υποφέρει.

Ο ποιητής Μαλακάσης βγήκε μία μέρα ανοιξιάτικη, τώρα και πολλά χρόνια, να ζήσει μέσα στα μυρωμένα περβόλια. και η φύσις τού ενέπνευσε στίχους της καρδιάς: Τώρα τα λουλούδια που είναι δροσισμένα, μυρωμένα όπως άλλοτε μ' εμένα τρέξε μόνη στους αγρούς. Ίδια σαν και τότε γίνε, έναν κόσμο ανθάκια κόψε και μ' αυτά ράνε με απόψε όπως ραίνουν τους νεκρούς.

Και ο αλησμόνητος Πολέμης κοντά στα λουλούδια θυμόταν, ποθούσε, πονούσε: Τώρα με την Πρωτομαγιά, καμαρωτή μου φίλη, δος μου τα τριαντάφυλλα που 'χεις στα δυο σου χείλη.Μυριανθισμένε Μάη μου, γιατ' είσαι πικραμένος; Γιατ' είσαι μες στα νιάτα σου παντοτινά κλαμένος; Δεν έχεις τόσες ομορφιές; Για πες μου τι σου λείπει κι έχεις βροχή δάκρυα και συννεφιά για λύπη; Θυμάμαι, αχ, παντοτινά η ενθύμηση θα μείνει! Μια μέρα την αγάπη μου την ηύρα δακρυσμένη, μες στη δροσάτη όψη της τα δάκρυα, στοχάσου, έμοιαζαν τότε σαν βροχή μες στ' άνθη τα δικά σου.

Παραμονή Πρωτομαγιάς: Σε άλλο σημείο o Λιδωρίκης αναφέρει: «Την παραμονή της Πρωτομαγιάς το βράδυ και ολόκληρον την άλλην ημέρα, δεν έμενε κανείς σπίτι του. Διά τας Αθήνας γιόρταζαν τα Πατήσια, η Κολοκυνθού, τα Σεπόλια, οι Αμπελόκηποι και όλα τα περβόλια. Οι επίγειοι λουλουδένιοι παράδεισοι όλων αυτών των προαστίων εδέχοντο τους λατρευτάς της φύσεως, τους ποθούντας να ζήσουν και ν' αναπνεύσουν στο ανοιξιάτικο περιβάλλον, τους ευδαίμονας εραστάς, όπως το λέει ο ποιητής, τους ζητούντας να δρέψουν ναρκίσσους, ανύπαρκτους, όμως, τότε στα περβόλια της Αττικής. Τι γινόταν άλλοτε την Πρωτομαγιά γύρω από την πρωτεύουσα και τι γίνεται τώρα; Τώρα τίποτε, αφού και πολλές φορές αναβάλλεται.

'Αλλοτε, όμως, εόρταζαν όλοι. Από τας 6 το βράδυ της παραμονής έως τη νύκτα της πρώτης ημέρας του μηνός, φαγοπότι, χορός, τραγούδια όπου περβόλι, περβολάκι, μάνδρα, ύπαιθρο μ' ένα δενδράκι. Έθεωρείτο, δε, γρουσουζιά να μη κρεμάσει κανείς Μάη στη θύρα ή στο μπαλκόνι του σπιτιού του.

Η μεταφορά του κόσμου εις τας εξοχάς με τα κατάφορτα από λουλούδια και ανθρώπους τραμ, αμάξια πάσης μορφής, κάρα, σούστες, βιζαβί, λεωφορεία, έδιδε μια ξεχωριστή ζωήν στην πόλη.

Η Αθηναϊκή κοινωνία εσυνήθιζε τότε να εορτάζει στα ιδιωτικά περβόλια, όπως θαυμάσια ήσαν του Ανδρέα Αυγερινού, του Καλλιγά, του Καλλιφορνά, του Βουγά, του Ακσουρλή, του Γελαδάκη και άλλα στα Πατήσια και στα Σεπόλια. Έις τον Πύργον της Βασιλίσσης, την ιστορικήν και αριστουργηματικήν αυτήν εξοχήν του Παχή, νυν Σερπιέρη, συνεκεντρούτο ό,τι εκλεκτόν είχεν η ημετέρα κοινωνία και εν μέσω θαλλούσης φύσεως εχόρευαν και διήρχοντο ώρας ονειρώδους ευχαριστήσεως. Έις τον κήπον του Αναργύρου στα Σεπόλια γινόταν μεγάλο και δυνατό γλέντι. Στο περιβόλι του Καντόρου, γεμάτο ρόδα και άνθη, περνούσαν μια αληθινή Πρωτομαγιά οι φίλοι του ευγενούς ιδιοκτήτου.

Πρωτομαγιά στην Κηφισιά: «Η Πρωτομαγιά στην Κηφισιά έχει αφήσει εποχήν. Έις το ανθισμένον ύπαιθρον των επαύλεων εχόρευαν εκείνην την ημέραν από το πρωί έως το βράδυ. Ο αείμνηστος Θ. Δηλιγιάννης, πιστός πάντοτε, κάθε Πρωτομαγιά, μετέβαινε λίαν πρωί εις την εν Κηφισιά μικράν έπαυλήν του, όπου συνέτρωγε και παρέμενεν επί πολλάς ώρας μετά των οικείων του. Το απόγευμα, φέρων πάντοτε ωραιότατον ρόδον εις την κομβιοδόχην της γκρίζας ρεδιγκότας του, διέσχιζε τους μεγάλους δρόμους του προαστίου και έφθανε, πάντοτε συνοδευόμενος από πολλούς φίλους του και τον διευθυντήν του σιδηροδρόμου Πάνον Μπασιάκον, εις τον σταθμόν διά να επιστρέψει εις Αθήνας».