Αναθεώρηση Συντάγματος, μεταρρυθμίσεις για «σύγχρονη, λειτουργική και αποτελεσματική από άποψη χρόνου και ποιότητας Δικαιοσύνη» παρεμβάσεις στους κώδικες και η Εθνική Σχολή Δικαστών ήταν τα πλαίσια στα οποία κινήθηκε η ομιλία του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη στη Βουλή κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Μάλιστα, ο κ. Φλωρίδης, σχετικά με τους Κώδικες, τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη της υποχρεωτικής εκτέλεσης των ποινών, «τουλάχιστον κατά ένα μέρος».
Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε: «Η πορεία προς την επίτευξη του τελικού στόχου, επιθυμούμε να οδηγεί στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας, αλλά και της αποτελεσματικότητας του θεσμού, καθώς και της δυνατότητας των πολιτών να έχουν άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση σ’ ένα δίκαιο σύστημα, που με τη σειρά του ενισχύει το τόσο κρίσιμο για τη λειτουργία της Δημοκρατίας, αίσθημα της λαϊκής εμπιστοσύνης απέναντι στον ίδιο τον θεσμό».
Στη συνέχεια, τόνισε πως όλοι έχουν να κερδίσουν, ενώ ανέδειξε και τη σημασία της συνεργασίας δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων, συμβολαιογράφων και δικαστικών επιμελητών: «Η κυβέρνηση και το υπουργείο Δικαιοσύνης, αντιλαμβάνονται την μεταρρυθμιστική παρέμβαση στο χώρο της Δικαιοσύνης, ως πολιτική προσθετικού αθροίσματος, όπου όλοι οι βασικοί συντελεστές του Τομέα έχουν να κερδίσουν. Ο Γόρδιος Δεσμός της καθυστέρησης, που μεταπίπτει σε αρνησιδικία, μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια προωθητική συνεργασία δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων, συμβολαιογράφων και δικαστικών επιμελητών, με τη στήριξη του υπουργείου Δικαιοσύνης».
«Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια»
Ξεκινώντας την ομιλία του ο κ. Φλωρίδης, έκανε μία σύντομη ιστορική αναδρομή στις «περιπέτειες» που έχει περάσει ο τομέας της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα την τελευταία περίοδο: «Η Ελληνική Δικαιοσύνη, τα τελευταία δύσκολα χρόνια, πέρασε μέσα από τις αναταράξεις της μεγάλης κρίσης του 2010, δύο ξεχωριστές περιόδους: Αρχικά, αυτή της πολιτικής έντασης, που οξύνθηκε την περίοδο 2015-2019, και στη συνέχεια, αυτή της προηγούμενης τετραετίας 2019-2023, η οποία χαρακτηρίστηκε, και σωστά, από τον προκάτοχό μου υπουργό Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα, ως «περίοδος ηρεμίας», που ωρίμασε την προετοιμασία, θεσμική και κυρίως μέσα από ένα πλούσιο νομοθετικό έργο, για το επόμενο μεγάλο βήμα».
Συνέχισε, λέγοντας: «Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια, η οποία φιλοδοξεί να συμβάλλει σε μια σύγχρονη, λειτουργική και αποτελεσματική, από άποψη χρόνου και ποιότητας, Δικαιοσύνη. Η πορεία προς την επίτευξη του τελικού στόχου, επιθυμούμε να οδηγεί στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας, αλλά και της αποτελεσματικότητας του θεσμού, καθώς και της δυνατότητας των πολιτών να έχουν άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση σ’ ένα δίκαιο σύστημα, που με τη σειρά του ενισχύει το τόσο κρίσιμο για τη λειτουργία της Δημοκρατίας, αίσθημα της λαϊκής εμπιστοσύνης απέναντι στον ίδιο τον θεσμό».
«Αν όμως, αυτός ο μεγάλος μεταρρυθμιστικός στόχος είναι σαφής και συγκεκριμένος και φαντάζομαι αποδεκτός στον ανοικτό και εκτεταμένο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο, υπάρχει ανάγκη αποσαφήνισης του «πώς», με ποιον τρόπο δηλαδή, θα πετύχουμε την πραγμάτωσή του. Η κυβέρνηση ως προς αυτό οφείλει να είναι σαφής και θα είναι. Οι αλλαγές και οι αναγκαίες τομές στην ελληνική Δικαιοσύνη, αφορούν πρωτίστως παθογενείς καταστάσεις, διαδικασίες και διαχρονικές ελλείψεις και όχι συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων που διακονούν και κοινωνούν τον θεσμό».
«Όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης και όλοι μπορούν να κερδίσουν»
Σύμφωνα με τον κ. Φλωρίδη, οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τομέας της Δικαιοσύνης μπορούν να ωφελήσουν τους εμπλεκόμενους: «Η κυβέρνηση και το υπουργείο Δικαιοσύνης, αντιλαμβάνονται την μεταρρυθμιστική παρέμβαση στο χώρο της Δικαιοσύνης, ως πολιτική προσθετικού αθροίσματος, όπου όλοι οι βασικοί συντελεστές του Τομέα έχουν να κερδίσουν. Ο Γόρδιος Δεσμός της καθυστέρησης, που μεταπίπτει σε αρνησιδικία, μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια προωθητική συνεργασία δικαστών, δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων, συμβολαιογράφων και δικαστικών επιμελητών, με τη στήριξη του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Όπως εξήγησε: «Όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης και όλοι μπορούν να κερδίσουν, εφόσον δουν τη μεγάλη εικόνα που περιλαμβάνει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μέσα από τη βελτίωση της λειτουργίας κεντρικών πολιτειακών θεσμών, την πρόσβαση και την παροχή δικαιοσύνης στους Έλληνες πολίτες και την εξυπηρέτηση μειζόνων εθνικών προτεραιοτήτων, όπως η οικονομική ανάταξη και η ανάπτυξη της χώρας. Στο σημείο αυτό, θεωρώ υποχρέωσή μου να εξηγήσω, γιατί επιμένει τόσο πολύ η κυβέρνηση στο θέμα της ταχύτερης απονομής της Δικαιοσύνης. Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που μπορεί να οριστεί απλώς ως διαχειριστικό και ν’ αντιμετωπιστεί μόνο ως τέτοιο. Είναι ζήτημα που καθορίζει την ταυτότητα της Δικαιοσύνης. Είναι η απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα "απονομή ή όχι του δικαίου;"».
Πατριωτισμός επί του πεδίου και όχι πατριωτισμός της εύκολης ρητορείας
Σε αυτό το σημείο, ο υπουργός τόνισε τον σημαντικό ρόλο που παίζει η Δικαιοσύνη για τους πολίτες, ενώ μίλησε και για τη συζήτηση «περί εθνούς», λέγοντας χαρακτηριστικά πως «όλοι εδώ εμφορούμαστε από πατριωτικά αισθήματα», διευκρινίζοντας, όμως, ότι «η εθνική στάση δεν είναι ρητορείες». Ειδικότερα, είπε: «Η επιτυχής απάντηση στο ερώτημα αυτό, σημαίνει ποιοτική αναβάθμιση του ίδιου του θεσμού, ως κρίσιμου πυλώνα του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος. Σημαίνει εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο τελευταίο του καταφύγιο, που είναι η δικαιοσύνη, όταν οι άλλες ανεξάρτητες εξουσίες επιχειρούν περιορισμούς στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά τους. Σημαίνει εξυπηρέτηση των εθνικών προτεραιοτήτων της χώρας μας.
»Και επειδή στην παρούσα Βουλή, υπάρχει πληθωριστικός λόγος "περί έθνους", ας μου επιτραπεί μια ξεχωριστή αναφορά. Όλοι εδώ εμφορούμαστε από πατριωτικά αισθήματα. Όμως πρέπει να πω με όση έμφαση μπορώ και όση δύναμη διαθέτω ότι η εθνική στάση δεν είναι ρητορείες, δεν είναι λόγια. Ο πατριωτισμός κρίνεται επί του πεδίου. Και θέλω να θυμίσω την υπερηφάνεια που αισθάνθηκε ο ελληνικός λαός στα γεγονότα του 2020 στον Έβρο και στη συνέχεια στη μεγάλη ένταση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, όταν η Τουρκία δοκίμασε τις αντοχές και την αποφασιστικότητά μας και πήρε την απάντηση. Και ξέρει, πλέον, καλά, ότι η απάντηση αυτή είναι διαρκής και αναλλοίωτη στο χρόνο. Άρα, πατριωτισμός επί του πεδίου και όχι πατριωτισμός της εύκολης ρητορείας».
«Τίποτα εν κρυπτώ!»
Κλείνοντας την παρένθεση περί πατριωτισμού, ο υπουργός Δικαιοσύνης, επέστρεψε στο ζήτημα των αναγκαίων αλλαγών: «Συνεχίζοντας στο θέμα της αναγκαίας μεγάλης μεταρρύθμισης για τη Δικαιοσύνη, οφείλω να επισημάνω δύο πράγματα: Η παραπάνω προσέγγιση, ότι δηλαδή μπορούν να κερδίσουν όλοι, δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν τριβές και διαφοροποιήσεις των εμπλεκομένων. Στη σοβαρή αυτή υπόθεση δεν συγχωρείται αφέλεια. Όμως, οι μεγάλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, δεν περιέχουν υποχρεωτικά και κατ’ ανάγκην μεγάλες συγκρούσεις. Ο αναγκαίος και οργανωμένος διάλογος, οφείλει να αναδεικνύει τα σημεία σύγκλισης, τα οποία στην περίπτωση για την οποία μιλάμε, υπερτερούν καθοριστικά των όποιων διαφορών».
Έπειτα, είπε πως χρειάζεται η συμβολή του κάθε ενδιαφερομένου, τονίζοντας πως «ο λαός πρέπει να γνωρίζει κάθε στιγμή πώς τοποθετείται ο καθένας μας» για τους στόχους μιας μεταρρύθμισης: «Τα σημαντικά στοιχεία μιας μεταρρύθμισης, γίνονται κτήμα των ενδιαφερομένων για να συμβάλλουν στην τελική διαμόρφωσή τους, ενώ ταυτόχρονα, γίνονται και κτήμα του λαού, που είναι ο τελικός μας κριτής, μέσα από μία εκτεταμένη ενημέρωσή του. Ο λαός πρέπει να γνωρίζει κάθε στιγμή πώς τοποθετείται ο καθένας μας για τους στόχους μιας μεγάλης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Τίποτα εν κρυπτώ! Η συνεργασία και η σύγκλιση οφείλει να είναι προωθητική. Δεν μπορούμε, πλέον, στην Ελλάδα του 2023, να οδηγούμαστε σε συμψηφισμούς καθήλωσης και χαμηλών προσδοκιών που τις απορροφούν άμεσα και τις ακυρώνουν, οι εγκατεστημένες παθογένειες. Θα πάμε μπροστά!».
Ο κ. Φλωρίδης δήλωσε πως η δουλειά προς τις αλλαγές θα ξεκινήσεις αμέσως μετά τις διαδικασίες των προγραμματικών δηλώσεων και της ψήφου εμπιστοσύνης: «Η κυβέρνηση έχει την πολιτική βούληση και τη δέσμευση, που επικυρώθηκε πρόσφατα από τη λαϊκή εντολή του Ιουνίου. Αμέσως μετά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς αυτήν, θα ξεκινήσουμε όλες τις θεσμικές επαφές για την ανάδειξη των θετικών απόψεων, για τον συντονισμό και τη δράση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Υπάρχει πλούσιος καταγεγραμμένος προβληματισμός από το προηγούμενο διάστημα και δεν χρειάζεται να χρονοτριβούμε».
Φλωρίδης: Ο διάλογος για τη συνταγματική αναθεώρηση θα συμβάλλει αποφασιστικά σε κρίσιμα ζητήματα
Μάλιστα, ιδιαίτερα αναφορά έκανε στο ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος και τον διάλογο γύρω από αυτήν: «Όταν εκκινήσει από τη Βουλή η διαδικασία, η κυβέρνηση θα προσέλθει στον κοινοβουλευτικό, αλλά και τον κοινωνικό διάλογο με τις προτάσεις της, όπως προσδιόρισε το θέμα αυτό ο Πρωθυπουργός με την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης. Η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, θεωρώ ότι είναι ευκαιρία να άρουμε κάποιες παρεξηγήσεις που υπάρχουν στη δημόσια σφαίρα σχετικά με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των Εξουσιών, που αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος».
«Η αναγκαία και διαρκής ενίσχυση της ανεξαρτησίας Εξουσιών και Αρχών, δεν μπορεί να οδηγεί στη σκέψη ότι υπάρχει το ανεξέλεγκτο των Εξουσιών και των Αρχών, κάτι που οδηγεί στην αποδυνάμωση της Δημοκρατίας, και το Σύνταγμά μας οφείλει κάθε φορά, αυτό να το διατυπώνει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Πιστεύω ότι ο διάλογος για τη συνταγματική αναθεώρηση, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, θα συμβάλλει αποφασιστικά σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα», πρόσθεσε.
Ύστερα, αναφέρθηκε και στην ανάγκη να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την Εθνική Σχολή Δικαστών: «Μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια στη Δικαιοσύνη, δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία την Εθνική Σχολή Δικαστών. Σε συνεργασία με τη Διοίκηση και τη Διεύθυνση της Σχολής, θα προχωρήσουμε σε σημαντική αναμόρφωση του Προγράμματος Σπουδών, με έμφαση στην οργανωμένη Πρακτική Εξάσκηση των Σπουδαστών στα Δικαστήρια και τις Εισαγγελίες».
Σχετικά με τη διάρκεια φοίτησης και τις προσλήψεις δικαστικών υπαλλήλων, συμπλήρωσε: «Θα εξετάσουμε και τον χρόνο διάρκειας των σπουδών στα δύο (2) έτη. Θα εξετάσουμε επίσης, χωρίς να αιφνιδιάσουμε αυτούς που προετοιμάζονται για τον επόμενο διαγωνισμό, την αύξηση του ορίου ηλικίας των εισερχομένων στη Σχολή. Η Διοίκηση και η Διεύθυνση της Σχολής, θα αποκτήσουν σύντομα ένα ευέλικτο και αποδοτικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Θεωρούμε πολύ σημαντικό το γεγονός ότι για τα επόμενα χρόνια οι δικαστικοί υπάλληλοι θα προσλαμβάνονται σε ετήσια βάση, με ξεχωριστό διαγωνισμό που διενεργεί η Εθνική Σχολή Δικαστών, η οποία αναλαμβάνει και την ειδική εκπαίδευσή τους. Ήταν μια σημαντική πρωτοβουλία του κ. Τσιάρα, η οποία στέφθηκε με επιτυχία και ήδη η Σχολή την περασμένη Δευτέρα, υποδέχτηκε τους πρώτους 311 νεοπροσληφθέντες δικαστικούς υπαλλήλους».
«Δεν επιθυμούμε εκτεταμένες παρεμβάσεις στους Κώδικες»
Ακόμα, ο κ. Φλωρίδης ξεκαθάρισε αναφορικά με τους Κώδικες: «Δηλώνω εξαρχής, ότι δεν επιθυμούμε εκτεταμένες παρεμβάσεις στους Κώδικες. Οι Δικαστές, με τις συνεχείς αλλαγές, βιώνουν μια αφόρητη κατάσταση, ιδιαίτερα στην Ποινική Δικαιοσύνη, γιατί καλούνται να εφαρμόζουν διατάξεις που ισχύουν για διαφορετικές χρονικές περιόδους, να καταλήγουν ποια διάταξη πρέπει να εφαρμοστεί και ο κίνδυνος λάθους, που μπορεί να αποβεί σε βάρος του κατηγορουμένου και της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης, είναι σοβαρός. Θα επιχειρήσουμε σημειακές παρεμβάσεις στους Κώδικες, ώστε να επανατοποθετηθούν κάποια θεμελιώδη ζητήματα».
Έπειτα, εξήγησε σε σχέση με τα αδικήματα και τις ποινές, φέροντας μια σειρά από παραδείγματα: «Έχει επικρατήσει να μιλάμε για "χαμηλή εγκληματικότητα" και "υψηλή ή βαριά εγκληματικότητα". Ας δούμε το θέμα: Μια ληστεία Τράπεζας ας πούμε, με λεία σημαντικό ποσό, τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό χαρακτηρίζεται "βαρύ έγκλημα". Σωστά. Η κλοπή 3.000 ή 5.000 ευρώ από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, που μπορεί να ήταν οι οικονομίες μιας ζωής "για ώρα ανάγκης", πώς θα τη χαρακτηρίσουμε; "Χαμηλή εγκληματικότητα;". Με την κρατούσα αντίληψη και ιεράρχηση, ναι. Όμως, αν ρωτήσουμε το ηλικιωμένο ζευγάρι, θα μας πει ότι αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να τους συμβεί. Η βία που ασκείται στις ψυχές και τα σώματα των συμπολιτών μας πού κατατάσσεται;
»Οι βανδαλισμοί των δημόσιων και ιδιωτικών περιουσιών, πού κατατάσσονται; Η προσβολή της τιμής και της υπόληψης των συνανθρώπων μας, πού κατατάσσεται; Οι λεγόμενες "μικρές απάτες" που αφαιρούν χρήματα και περιουσιακά στοιχεία από τους συμπολίτες μας, πού κατατάσσονται; Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί τόσα χρόνια, επικράτησαν εκείνες οι απόψεις που θεωρούν ότι δεν πρέπει να τίθενται σε κίνδυνο τα δικαιώματα όσων κατηγορούνται για παράνομες πράξεις. Και πολύ σωστά! Ένα κράτος δικαίου, όπως το δικό μας, πρέπει να προστατεύει τα δικαιώματα αυτά. Όμως σε ποιον τομέα; Σ’ εκείνον όπου ο κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σε μια δίκαιη δίκη και σε μια σύννομη μεταχείριση στην προανακριτική και την ανακριτική διαδικασία.
»Αλλά όλη αυτή η συζήτηση, ξεχνάει (;) την ανάγκη της επιβολής και δίκαιων ποινών, οι οποίες όμως πρέπει και να εκτελούνται. Έτσι, η συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, οδήγησε, σε μεγάλο βαθμό, στην ατιμωρησία τους. Για όλα αυτά τα εγκλήματα που σας ανέφερα παραπάνω, και πολλά ακόμη που καθιστούν αφόρητη τη ζωή των συμπολιτών μας που τα υφίστανται, η ποινική κύρωση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Δεν χρειάζεται καν ο κατηγορούμενος να πάει στο Δικαστήριο, το οποίο είναι σχεδόν υποχρεωμένο από τον υφιστάμενο Ποινικό Κώδικα, να βάλει μια ποινή και στη συνέχεια να την αναστείλει. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος».
Στο τέλος, ο κ. Φλωρίδης, κατέληξε, ανακοινώνοντας μεγαλύτερη αυστηρότητα σχετικά με την εκτέλεση των ποινών, ως εξής την ομιλία: «Οι ποινές, θα δούμε από πιο όριο, πρέπει να εκτελούνται υποχρεωτικά. Τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Προφανώς θα επαναφέρουμε και την χρηματική μετατροπή κάποιων ποινών ή τμήματος αυτών, αλλά το Ποινικό Δίκαιο, εκτός από τον τιμωρητικό του χαρακτήρα, πρέπει να ενισχύσει τον προληπτικό και τον αποτρεπτικό του χαρακτήρα. Όλοι όσοι σκέφτονται να παρανομήσουν, πρέπει να γνωρίζουν ότι το ενδεχόμενο να οδηγηθούν στη φυλακή, θα είναι πολύ σοβαρό».