Ακρως και σκοπίμως μεροληπτική κατά της ελληνικής κυβέρνησης, λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές, κρίνεται σε ορισμένα καίρια σημεία της η έκθεση της Εξεταστικής Επιτροπής για τη χρήση παράνομων λογισμικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (PEGA), η οποία έτυχε πανηγυρικών χθεσινών πρωτοσέλιδων από τον φιλικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ Τύπο. 

Γράφει ο Κώστας Δημητράκος

Η έκθεση, στη σύνταξη της οποίας κυρίαρχο συντονιστικό ρόλο είχε η γνωστή για τις ανθελληνικές θέσεις της Ολλανδή ευρωβουλευτής Σοφί Ιν’τ Βελντ, αγνοεί προκλητικά και... προεκλογικά ύποπτα δύο εξαιρετικά σοβαρές πτυχές της υπόθεσης: πρώτον, τις σημαντικότατες νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση με δική της πρωτοβουλία. Και, δεύτερον, όσα ακόμα και ο ίδιος ο πρόεδρος της επιτροπής είχε δηλώσει τον Νοέμβριο του 2022 αναχωρώντας από την Ελλάδα.
«Δεν βρήκαμε ευθείες αποδείξεις διαφθοράς ή αυταρχικές πρακτικές όπως αυτές που είδαμε στην Πολωνία και που φέρονται να συμβαίνουν στην Ουγγαρία, αλλά πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για τη διασφάλιση της διαφάνειας», είχε δηλώσει δημοσίως ο Γερούν Λένερς. 

Υποπτες πρωτοβουλίες 

Η κυρία Ιν’τ Βελντ, όμως, επέμενε λέγοντας «φεύγουμε από την Κύπρο και την Ελλάδα ίσως με περισσότερα ερωτήματα από όσα ήρθαμε», ενώ λίγες ημέρες αργότερα προχώρησε ακόμα περισσότερο προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις. Οργάνωσε μόνη της, χωρίς τη συμφωνία των υπολοίπων μελών της PEGA και χωρίς να υπάρχει το τελικό πόρισμα της Επιτροπής στην οποία ήταν εισηγήτρια, συνέντευξη Τύπου κατά την οποία ενημέρωσε τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους –ούτε λίγο ούτε πολύ– ότι υιοθετεί το δημοσίευμα του «Documento» με τη λίστα των ονομάτων που φέρονται να παρακολουθούντο και μάλιστα με προσωπική παρέμβαση του Ελληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. 

Τότε, η εκπρόσωπος Τύπου της ευρωομάδας της Νέας Δημοκρατίας, Αννα-Μισέλ Aσημακοπούλου, έκανε λόγο για «μίνι κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», καθώς η Ολλανδή ευρωβουλευτής ανέλαβε μόνη της την πρωτοβουλία αγνοώντας προκλητικά όλους τους συναδέλφους της αλλά και τις ίδιες τις κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες. Σχετικά με την υιοθέτηση του περιεχομένου του αστήρικτου δημοσιεύματος, η κυρία Ασημακοπούλου ανέφερε: «Το προσχέδιο που παρουσίασε βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ένα δημοσίευμα ελληνικού μέσου ενημέρωσης, ο εκδότης του οποίου “συνδέθηκε” με τη χρηματοδότηση Ρώσων ολιγαρχών με σκοπό την απόκτηση τηλεοπτικών καναλιών στην Ελλάδα». 

Η έκθεση, τα κείμενα της οποίας καταψήφισε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα –σε αντίθεση με ό,τι καταγράφεται στον φιλικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ Τύπο–, απευθύνει συστάσεις προς την Ελλάδα σε τέτοια επίπεδα που όχι μόνο αγνοεί όλες τις νομοθετικές παρεμβάσεις που έχει κάνει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά συνιστά ακόμα και ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας.
Ο ρόλος της Ολλανδής ευρωβουλευτού, γνωστής για τις πολιτικές και φιλικές σχέσεις της με τον ΣΥΡΙΖΑ, στη σύνταξη της έκθεσης είναι καταφανής και εξαιρετικά προκλητικός. Δεν διστάζει να διατυπώσει ακόμα και το ακραίο συνωμοσιολογικό υπονοούμενο περί χρήσης παράνομων λογισμικών στην Ελλάδα με σκοπό την αλλοίωση του εκλογικού αποτελέσματος. Μια ακραία θεωρία που ούτε και οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ εκστομίζουν. Καλεί, μεταξύ άλλων, την κυβέρνηση να «ξεκαθαρίσει το τοπίο ώστε να μην υπάρχει καμία υποψία ως προς την ακεραιότητα των επερχόμενων εκλογών». Παραδέχεται, όμως, ότι η χρήση των παράνομων λογισμικών δεν υπήρξε κεντρική στρατηγική επιλογή, αλλά ήταν περισσότερο περιπτωσιολογικό εργαλείο χωρίς συντονισμένη δράση. 

Χωρίς ίχνος δισταγμού 

Η έκθεση υιοθετεί δίχως δισταγμό όσα κατά καιρούς έχει πει η κυρία Ι’ντ Βελντ σε διάφορες συνεντεύξεις της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Βέλγιο, αλλά και όσα είχε υποστηρίξει στην παρουσίαση του σχεδίου της έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προϊδεάζοντας για τη συνέχεια. Βέβαια, η έκθεση που δημοσιοποιήθηκε προχθές δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Κύπρος, η Ισπανία και το Ισραήλ.
Η έκθεση, σε γενικότερες γραμμές, μπορεί να αγνοεί μία άλλη έκθεση της Υπηρεσίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (FRA) που καταγράφει με σαφήνεια ότι η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος που έλαβε νομοθετικές πρωτοβουλίες ρύθμισης της χρήσης των παράνομων λογισμικών, αλλά ρίχνει το μεγαλύτερο μεγάλο μέρος της ευθύνης στην Ουγγαρία και την Πολωνία, ενώ για τη χώρα μας αναγνωρίζει –σε αντίθεση με όσα «διάβασαν» ο ΣΥΡΙΖΑ και ο φιλικός του Τύπος– ότι η χρήση παράνομων λογισμικών παρακολούθησης δεν ήταν κεντρική στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης.