Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο χτίστηκε πάνω στην ιδέα της αλληλεγγύης. Ότι ο πολίτης πληρώνει για να έχει σιγουριά. Ότι ο φόρος είναι μια μορφή κοινωνικής επένδυσης, όχι τιμωρία. Κι όμως, σήμερα μοιάζει περισσότερο με εξαντλητικό χαράτσι. Ο Ευρωπαίος δουλεύει και στο τέλος νιώθει πως εργοδότης του δεν είναι η εταιρεία ή ο εαυτός του, αλλά το κράτος.

Η φορολογία έχει γίνει ένας αόρατος συνεταίρος που δεν κουράζεται ποτέ να απλώνει το χέρι. Δεν είναι μόνο ο φόρος εισοδήματος. Είναι οι εισφορές, οι έμμεσοι φόροι, οι συνεχείς «μικρές» επιβαρύνσεις που στο τέλος καταλήγουν να ροκανίζουν κάθε αίσθηση ανταμοιβής. Όταν το μισό μεροκάματο καταλήγει αλλού, η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης ξεθωριάζει και δίνει τη θέση της στην κόπωση.

Και τι κερδίζουμε; Μια Ευρώπη που χάνει ανταγωνιστικότητα. Μια νεολαία που ψάχνει να φύγει. Μια αγορά που πνίγεται από το κόστος. Αν το μοντέλο ήταν μια γέφυρα, σήμερα τρίζει από το βάρος που κουβαλάει.

Δεν χρειάζεται να γκρεμιστεί το κοινωνικό κράτος. Χρειάζεται να ειπωθεί η αλήθεια. Ποιος πληρώνει, πόσο πληρώνει, και τι παίρνει πίσω. Όσο αυτό παραμένει θολό, ο πολίτης θα αισθάνεται απλώς φορολογούμενος, όχι συμμέτοχος σε μια κοινή προσπάθεια.

Η Ευρώπη οφείλει να ξαναγράψει το συμβόλαιο με τους πολίτες της. Όχι με περισσότερους φόρους, αλλά με περισσότερη ειλικρίνεια. Γιατί το κοινωνικό κράτος δεν καταρρέει από έλλειψη ιδανικών, καταρρέει από την έλλειψη εμπιστοσύνης.