Το σόου που επιχειρούν να στήσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης σχετικά με τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τα περί δήθεν συμφωνίας για τα F-35 επαναφέρει τη συζήτηση γύρω από τους υπερπατριώτες του καναπέ και την προσπάθεια να δημιουργήσουν θέμα αναφορικά με τη θέση της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο.
Επιχειρούν επί της ουσίας να δημιουργήσουν την εικόνα πως η χώρα μας είναι αδύναμη και δεν μπορεί να προωθήσει τις θέσεις της. Γιατί; Διότι –όπως λένε– δήθεν η Τουρκία αναγνωρίζεται ως κεντρικός παίκτης στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου και παραπέμπουν στο ραντεβού στον Λευκό Οίκο.
Ας ξεπεράσουμε το γεγονός ότι υπάρχει στη μέση και μια παραγγελία περίπου 300 επιβατικών αεροσκαφών που για τον πρόεδρο των ΗΠΑ είναι σημαντική εξέλιξη άμεσα συνδεδεμένη με την αμερικανική βιομηχανία. Ας ξεπεράσουμε και το γεγονός πως ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει λόγο για «συζητήσεις» σχετικά με το θέμα της προμήθειας F-35 από την Τουρκία, χωρίς μέχρι σήμερα να έχουν αλλάξει οι προϋποθέσεις για τις οποίες ετέθη εκτός συμμετοχής στο πρόγραμμα και εκτός διαδικασιών προμήθειας των μαχητικών αεροσκαφών.
Ας δούμε τα δεδομένα. Κυρίως ας εξετάσουμε έναν βασικό παράγοντα στην εξωτερική πολιτική. Καμία χώρα δεν ετεροπροσδιορίζεται, δεν καθορίζει τη θέση της στη διεθνή σκηνή με βάση το τι κάνει μια άλλη χώρα, αλλά με το τι πράττει η ίδια.
Και η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα στο πεδίο όχι απλά δείχνει τις προθέσεις της αναφορικά με τα κυριαρχικά δικαιώματά της, αλλά, όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, μεγαλώνει. Μεγαλώνει μέσα από τις συμφωνίες για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, μέσα από τον χάρτη του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού και μέσα από τις συμφωνίες στον ενεργειακό τομέα όπως αυτή για τα οικόπεδα νοτίως της Κρήτης.
Καθίσταται πυλώνας ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο με σημαίνοντα ρόλο και στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όπου φυσικά προτάσσει το εθνικό συμφέρον και δεν αντιδρά με βάση το κλίμα που δημιουργείται κάθε φορά. Άλλωστε, πρωτοστατεί στις προσπάθειες για ειρήνη και συμμετέχει ενεργά και στην ανθρωπιστική βοήθεια αλλά και στη φιλοξενία παιδιών και μητέρων που έχουν πληγεί από τις επιχειρήσεις στη Γάζα.
Η κυβέρνηση ταυτόχρονα θωρακίζει τη χώρα και παρεμβαίνει στο πεδίο, επιλέγοντας όμως παράλληλα να διατηρεί ανοιχτούς διαύλους και να στηρίζει τον διάλογο με την Τουρκία. Αν αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν υποχωρητικότητα, τότε τι ακριβώς θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος; Και κάτι ακόμη: Σε ποιο ακριβώς σημείο και πότε υπαναχώρησε αυτή η κυβέρνηση ως προς τα κυριαρχικά της δικαιώματα;
Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει ότι έχει καταφέρει και τη χώρα να θωρακίσει και να αντιμετωπίζεται ως πυλώνας σταθερότητας. Και αυτό οφείλεται στην πολιτική και οικονομική σταθερότητα που έχει διαμορφωθεί. Κακά τα ψέματα, χωρίς σταθερότητα πολιτική και χωρίς σταθερότητα στην οικονομία, δύσκολα επιτυγχάνεται το μεγάλωμα της χώρας.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»