Το βασικό συμπέρασμα από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την αποχή είναι ένα. Μπορεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης να το παραβλέπουν στις πρώτες εκτιμήσεις τους, εντούτοις δεν αλλάζει. Οι πολίτες θέλουν για πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχοντας όμως την απαίτηση να κάνει ακόμη περισσότερα σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας και της οικονομίας. Τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα, όπως και οι αριθμοί. Η ΝΔ κατέγραψε απώλειες που αγγίζουν τους ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους σε σχέση με όσους προσήλθαν να ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές του 2023. Μόνο που αυτοί οι ψηφοφόροι στην πλειοψηφία τους δεν επέλεξαν κάποιο άλλο κόμμα, αλλά την αποχή, με εξαίρεση ίσως κάποιους που κινήθηκαν προς τα δεξιότερα αλλά δείχνουν να είναι ελάχιστοι.
Επί της ουσίας, δηλαδή, οι ψηφοφόροι που για οποιονδήποτε λόγο απομακρύνθηκαν από τη ΝΔ δεν επέλεξαν κάποιο άλλο κόμμα, δεν πίστεψαν ότι υπάρχει κάποια εναλλακτική πρόταση, δεδομένου ότι στην προεκλογική μάχη τα κόμματα της αντιπολίτευσης κινήθηκαν στο πεδίο των εσωτερικών ζητημάτων και όχι στα μείζονος σημασίας θέματα που αφορούν στην ΕΕ και το ρόλο της χώρας μας σε αυτήν. Οι ψηφοφόροι έδειξαν, με τη στάση τους ή με την ψήφο τους, ότι δεν θέλουν μια άλλη κυβέρνηση και κυρίως ότι δεν θέλουν κάποιον άλλον για πρωθυπουργό, που θα διαχειριστεί τις τύχες της χώρας, το παρόν και το μέλλον το δικό τους εντός και εκτός Ελλάδας μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Οι ψηφοφόροι που απείχαν επιχείρησαν να στείλουν ένα μήνυμα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ως προς την ανάγκη να ρίξει μεγαλύτερο βάρος στην αντιμετώπιση της ακρίβειας και των προβλημάτων της καθημερινότητας. Αν εκτιμούσαν ότι δεν έχει γίνει κάτι ή ότι δεν εργάζεται με γνώμονα το συμφέρον της χώρας είναι βέβαιο ότι θα επέλεγαν, έστω οι περισσότεροι εξ αυτών, την αρνητική ψήφο. Θα επέλεγαν, δηλαδή, ένα άλλο κόμμα, μια άλλη εναλλακτική, έναν άλλον αρχηγό για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που απαιτούνται ώστε να επιτευχθεί η ανατροπή των δεδομένων και των συσχετισμών. Δεν το έπραξαν αυτό. Η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έχει διαρραγεί σε σημείο που η «διαμαρτυρία», η οποία εκφράστηκε με την αποχή, να πάρει άλλη μορφή.
Θα ρωτήσει κανείς: Δεν υπέστη δηλαδή ήττα το κυβερνών κόμμα; Η απάντηση είναι «ναι». Η απώλεια των ψήφων και η πτώση των ποσοστών του σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2019 αποτελεί μια ήττα. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 2019 η ΝΔ ήταν αντιπολίτευση και ερχόταν με φόρα... Δεν κυβερνούσε, δεν λάμβανε αποφάσεις με επιπτώσεις και πολιτικό κόστος. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε και κάτι ακόμη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διστάζει να πάρει αποφάσεις γνωρίζοντας τις πιθανότητες να υπάρξει πολιτικό κόστος. Αλλωστε, όπως έλεγε ένας παλιός κοινοβουλευτικός και σήμερα ενεργός πολιτικός της Νέας Δημοκρατίας, «βρείτε μου μια απόφαση που να έχει μόνο θετικά και θα την πάρω αμέσως», δεδομένου ότι πάντα θα υπάρχουν κάποιοι δυσαρεστημένοι που συνήθως αντιδρούν πιο έντονα δημιουργώντας τον ανάλογο ντόρο...
Στο πλαίσιο αυτό, το μεγάλο στοίχημα είναι πλέον ο «επαναπατρισμός» των ψηφοφόρων που επέλεξαν την αποχή. Να γίνουν, δηλαδή, όλες οι απαραίτητες κινήσεις που θα δείξουν ότι ορθώς εξακολουθούν να εμπιστεύονται τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να μετακινηθούν εκ νέου από την γκρίζα ζώνη της αποχής στον περιβάλλοντα χώρο ενός κόμματος που ασκεί πολιτική και εφαρμόζει τις τομές που απαιτούνται χωρίς να παραβλέπει την κοινωνική συνοχή. Αν χρησιμοποιήσουμε μια λέξη που είναι πλέον της μόδας, κυβέρνηση και κόμμα πρέπει να αναζητήσουν την απαραίτητη «γείωση», καθιστώντας ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της καθημερινότητας, της ακρίβειας και όλων όσα έχουν άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των πολιτών. Είναι εφικτό; Ναι, είναι και ο πρωθυπουργός έχει δείξει ότι αναγνωρίζει λάθη και παραλείψεις. Δεν σταματά όμως εκεί. Τα διορθώνει με τρόπο που να είναι ορατός.
Το γεγονός ότι οι πολίτες εξακολουθούν να θέλουν για πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη αποτυπώνεται και πάλι στους αριθμούς των ευρωεκλογών. Τα κόμματα που δηλώνουν «κόμματα εξουσίας» όχι μόνο δεν κατάφεραν να εισπράξουν από τη φθορά της κυβερνώσας παράταξης, αλλά έχασαν και μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων από αυτούς που τα στήριξαν στις εθνικές εκλογές του 2023. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, πέραν των ποσοστών της «νίκης», όπως θέλουν να τα παρουσιάσουν, έχασε πάνω από 350.000 ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ περί τους 100.000. Αυτό κάτι λέει ως προς τον δείκτη εμπιστοσύνης στους επικεφαλής τους. Θα έλεγε κανείς πως αποτυπώνει ένα δημοσκοπικό εύρημα κοινό σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Το εύρημα που προέκυπτε από την ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό και την απάντηση που ήταν σαφής και με διαφορά υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη σε σχέση με τα ποσοστά του Στέφανου Κασσελάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη...
* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»