Αυτές οι ευρωεκλογές είχαν έναν μεγάλο ηττημένο, το λαϊκισμό. Αυτόν που η αντιπολίτευση επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως βασικό όπλο κατά της κυβέρνησης, διανθισμένο με τοξικότητα, fake news και καταστροφολογία. Στις κάλπες της Κυριακής οι πολίτες επέλεξαν να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση. Επέλεξαν, όμως, να στείλουν ένα ακόμη πιο ηχηρό, σχεδόν εκκωφαντικό, στην αντιπολίτευση... Η επιλογή της αποχής που άγγιξε δυσθεώρητα ύψη και όχι η επιλογή της ψήφου διαμαρτυρίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα είδος... κάρτας προς την κυβέρνηση. Μιας προειδοποιητικής κάρτας, που όμως για την αντιπολίτευση, αυτήν που τα λεγόμενα κόμματα εξουσίας εκπροσωπούν, ήταν στην κυριολεξία κόκκινη. Ηταν κάρτα που έγραφε ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν αντέχει άλλη τοξικότητα. Και φυσικά δεν αντέχει άλλον λαϊκισμό και άλλη καταστροφολογία...
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δείχνει πως οι πολίτες περιμένουν από την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και τις τομές με ταυτόχρονη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή της αντιμετώπισης των προβλημάτων της καθημερινότητας και κυρίως της ακρίβειας. Να πετύχει το στόχο και να υλοποιήσει τη δέσμευση της ανάπτυξης και των καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Παράλληλα, όμως, ζήτησαν, όπως φαίνεται, να μπορεί η κυβέρνηση να τους ακούσει... καλύτερα.
Παραμύθια για δράκους
Ομως, αυτό δεν τους οδήγησε στα άλλα δύο κόμματα. Ούτε στο δεύτερο ούτε καν στο τρίτο, που εμφανίστηκε να δηλώνει ότι εκπροσωπεί τη σοβαρή αντιπολίτευση. Η προεκλογική περίοδος και η τακτική που ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ κατά τη διάρκειά της έπαιξαν ρόλο, αφού κινήθηκαν σε συγκεκριμένους άξονες, οι οποίοι είχαν ήδη καταδικαστεί στις εθνικές εκλογές του 2023. Για κάποιον λόγο τα κόμματα εξουσίας εκτίμησαν και εκτιμούν ότι οι πολίτες δύναται να παρασυρθούν από έναν συνεχή καταγγελτικό λόγο. Από μια ρητορική με στόχους την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, ακόμη και με προσωπικές επιθέσεις. Με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη, εμπλέκοντας ακόμη και την οικογένειά του. Με fake news που, όμως, αποκαλύπτονται, με παραμύθια για δράκους.
Αρκεί να σημειωθεί ότι ο επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Στέφανος Κασσελάκης, έφτασε να δηλώνει ότι σε δύο χρόνια θα μας πάρουν τα σπίτια, ενώ και ο έτερος διεκδικητής, ο Νίκος Ανδρουλάκης, κινήθηκε σε υψηλούς τόνους επαναφέροντας τον... μπαμπούλα της κακιάς Δεξιάς, δείχνοντας τη Νέα Δημοκρατία, αλλά παραβλέποντας ή υποτιμώντας και αυτός την κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ακροδεξιά. Κανένα από αυτά τα δύο κόμματα δεν ασχολήθηκε με την Ευρώπη, το ρόλο και την προοπτική της Ελλάδας σε αυτήν. Κανένα από αυτά τα δύο κόμματα δεν κατέθεσε μια συγκεκριμένη πρόταση, δεν τοποθετήθηκε αναφορικά με μείζονος σημασίας θέματα που συζητούνται ή θα συζητηθούν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή εκεί που λαμβάνονται αποφάσεις άμεσα συνδεδεμένες με τις ανάγκες των Ελλήνων πολιτών.
Επέλεξαν τις προσωπικές επιθέσεις, κυρίως όμως επέλεξαν να ασχοληθούν με μια άκρατη υποσχεσιολογία –το ΠΑΣΟΚ λιγότερο, είναι αλήθεια–, καταφανώς ανεδαφική και εκτός πραγματικότητας. Μοίρασαν... δισεκατομμύρια, προέβησαν σε πλειοδοτικές υποσχέσεις, με τον ΣΥΡΙΖΑ να αγγίζει λογικές προγράμματος Θεσσαλονίκης, φέρνοντας έτσι στο νου τις αυταπάτες της περιόδου πριν από το 2015. Η αγωνία δε για την επομένη των ευρωεκλογών οδήγησε τους επικεφαλής και κατ’ επέκταση τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ να υιοθετήσουν κάθε είδους θεωρία συνωμοσίας που είδε το φως της δημοσιότητας, φτάνοντας, όμως, έτσι στο σημείο να ρίχνουν νερό στο μύλο της Ακροδεξιάς, που «φέρνει» στο προσκήνιο αυτές τις θεωρίες. Ετσι φτάσαμε στο σημείο να καρπωθούν τα όποια οφέλη οι γνήσιοι εκφραστές των κάθε είδους ψεκασμένων θεωριών...
Μπορεί ορισμένες αποφάσεις της κυβέρνησης να έσπρωξαν προς τα κόμματα της Ακροδεξιάς ένα τμήμα των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας που κινούνται στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος προκειμένου να διαμαρτυρηθούν και να καταγράψουν τη δυσαρέσκειά τους, όμως επί της ουσίας οι μεγάλοι χορηγοί τους σε αυτήν την εκλογική διαδικασία ήταν πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ και μετά το ΠΑΣΟΚ. Είναι βέβαιο ότι όταν κάποιος μιλά για ήττα του λαϊκισμού και των fake news, το ερώτημα που θα τεθεί είναι γιατί ανέβηκαν τα κόμματα της Ακροδεξιάς.
Η απάντηση αναφορικά με την Ευρώπη είναι γνωστή και αφορά σε θέματα που αγγίζουν ακόμη και το μεταναστευτικό. Στην Ελλάδα υπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Ενας εξ αυτών, όπως ήδη είπαμε, είναι αποφάσεις που έλαβε η κυβέρνηση και οι οποίες άγγιξαν αρνητικά ένα συντηρητικό κοινό.
Ψεκασμένη προπαγάνδα
Ομως, ο βασικότερος παράγοντας είναι πως η αντιπολίτευση, και συγκεκριμένα το δεύτερο και το τρίτο κόμμα, δημιούργησαν την εντύπωση πως οι θεωρίες συνωμοσίας και οι ψεκασμένες λογικές έχουν βάση. Εφτασαν στο σημείο να υιοθετήσουν ακόμη και τα περί νοθείας στις εκλογές λόγω της... επιστολικής ψήφου, ενώ με τη γενικότερη στάση τους αναφορικά με ζητήματα μιας ατζέντας περί πολιτικής ορθότητας οδήγησαν στη μετατροπή των άκρων σε τιμητές μια συντηρητικής λογικής. Το γεγονός ότι ακόμη και μέσα από αυτές τις ακραίες συνθήκες πόλωσης και... παραμυθιάσματος η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να κάνει την έκπληξη καταδεικνύει το γεγονός ότι οι πολίτες επέλεξαν να τηρήσουν μια στάση αναμονής παρά να δώσουν δύναμη στον λαϊκισμό και την τοξικότητα.
* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»