Η επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα στη δημόσια σφαίρα, με συζητήσεις για την ίδρυση ή επανεκκίνηση ενός πολιτικού φορέα, έχει προκαλέσει κύμα αντιδράσεων, προσδοκιών αλλά και καυστικών σχολίων. Ο πρώην πρωθυπουργός φαίνεται πως επιχειρεί να ξαναπιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε: από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το rebranding που υπόσχεται δείχνει να πατάει πάνω σε γνώριμες συνταγές και παλιά υλικά – ίσως υπερβολικά γνώριμα.

Ο Α. Τσίπρας γνωρίζει ότι η πολιτική αγορά δεν συγχωρεί εύκολα τα λάθη. Μετά την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και την αποχώρησή του από την ηγεσία, παρακολούθησε από απόσταση την πορεία του κόμματος υπό τον Στέφανο Κασσελάκη. Η εικόνα ενός ΣΥΡΙΖΑ σε κρίση, χωρίς σαφή ταυτότητα, φαίνεται πως του άνοιξε την όρεξη να επανέλθει ως «σωτήρας».

Μόνο που η επάνοδός του δεν συνοδεύεται από ριζοσπαστικές καινοτομίες, αλλά από την πρόθεση να ξαναστήσει το ίδιο κόμμα, με τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες δομές – απλώς με νέο λογότυπο και επικοινωνιακή συσκευασία.

Πολιτικοί παρατηρητές πιστεύουν ότι το rebranding, όπως το περιγράφουν στενοί του συνεργάτες, στοχεύει στο να επαναφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ στις ρίζες του: λαϊκό, κινηματικό, αντιδεξιό κόμμα, αλλά πιο ώριμο, πιο σοσιαλδημοκρατικό, πιο προσωποπαγές. Μόνο που αυτή η προσπάθεια φαντάζει περισσότερο ως επιστροφή στο 2015 παρά ως κίνηση προς το μέλλον.

Στην πραγματικότητα, ο Α. Τσίπρας επιδιώκει να παρακάμψει τη σημερινή ηγεσία του κόμματος, να επανασυσπειρώσει τις «παλιές δυνάμεις» και να φέρει πίσω όσους αποχώρησαν ή περιθωριοποιήθηκαν. Είναι, δηλαδή, ένα σχέδιο επιστροφής στο γνώριμο στρατόπεδο, χωρίς ουσιαστικό ιδεολογικό εκσυγχρονισμό ή αυτοκριτική.

Κι αν κρίνουμε από τις κινήσεις του, φαίνεται πως επιθυμεί να πάρει πίσω τον ΣΥΡΙΖΑ ατόφιο –με άλλο όνομα– όπως τον ήξερε και τον ήλεγχε: με τις ίδιες δομές, τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες «παραδόσεις» εξουσίας. Ένα κόμμα που θα φέρει το δικό του αποτύπωμα, όχι γιατί αλλάζει, αλλά γιατί ξαναγίνεται δικό του, χωρίς συνιστώσες.

Σε μια εποχή που η κοινωνία απαιτεί ανανέωση, ο Αλέξης Τσίπρας μοιάζει να προτάσσει τη λογική της εμπειρίας. Έτσι, στο υπό διαμόρφωση «νέο κόμμα» δεν φαίνεται να υπάρχει χώρος για ρήξεις με το παρελθόν. Αντιθέτως, επανεμφανίζονται ονόματα και πρόσωπα που κατά το παρελθόν προκάλεσαν πολλές συζητήσεις.

Ο Παύλος Πολάκης –άσχετα αν για την ώρα διαφωνεί σε πολλά– ο Νίκος Παππάς, ακόμη και στελέχη που είχαν βρεθεί στην άκρη για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν κρίσεις της περιόδου 2015-2019.

Αυτό το «όλοι μέσα» έχει διπλή ανάγνωση. Από τη μία, δίνει την εικόνα της ενότητας, της επιστροφής των «παλιών συντρόφων». Από την άλλη, δημιουργεί την εντύπωση ότι τίποτα δεν αλλάζει πραγματικά – ότι ο Α. Τσίπρας επιλέγει να χτίσει το καινούργιο πάνω στα ίδια φθαρμένα θεμέλια.

Το πρόβλημα με το παρελθόν δεν είναι μόνο επικοινωνιακό. Είναι ουσιαστικό: η κοινωνία έχει συνδέσει διάφορα πρόσωπα με την αλαζονεία, τη σύγκρουση, τις σκιές διακυβέρνησης. Η επιλογή του Α. Τσίπρα να τους διατηρήσει κοντά του –αν τελικά επιβεβαιωθεί– δείχνει ότι η νέα προσπάθεια προτιμά τη νοσταλγία από τη ρήξη.

Άσπονδοι σύντροφοί του, δε, λένε σήμερα όταν ακούν τα παραπάνω, «ότι και ο Τσίπρας έχει παρελθόν».

Το rebranding, όπως το παρουσιάζει ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, είναι μια προσπάθεια επανεκκίνησης. Θέλει ένα κόμμα πιο λαϊκό, πιο συμμετοχικό, πιο κοντά στην κοινωνία. Θέλει να επαναφέρει το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Μόνο που η επικοινωνιακή προσπάθεια δεν αρκεί, αν δεν συνοδεύεται από ουσιαστική ανανέωση προσώπων και νοοτροπίας. Η επανεκκίνηση δεν μπορεί να γίνει με το ίδιο πλήκτρο που πάτησε το 2015.

Στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας, το κοινό αντιλαμβάνεται εύκολα πότε ένα brand κάνει απλώς αισθητικό lifting και πότε αλλάζει περιεχόμενο. Ο «νέος ΣΥΡΙΖΑ» του Α. Τσίπρα, όπως διαφαίνεται, κινδυνεύει να μοιάζει με παλιό προϊόν που αλλάζει συσκευασία για να πουληθεί ξανά.

Στην πολιτική θεωρία, κάθε rebranding έχει ένα δίλημμα: θα βασιστείς στη συνέχεια ή στη ρήξη;

Ο Α. Τσίπρας φαίνεται ότι επιλέγει το πρώτο. Πιστεύει ότι η προσωπική του δημοφιλία στην Αριστερά μπορεί να αναστήσει την «παλιά συμμαχία» του 2015. Όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει.

Η κοινωνία είναι πιο καχύποπτη, η νεολαία λιγότερο ιδεολογική, το εκλογικό σώμα κουρασμένο από μεγάλα λόγια και λίγες πράξεις.

Αν το «νέο κόμμα» δεν φέρει νέες ιδέες, αλλά επαναλάβει τα γνωστά συνθήματα περί «δικαιοσύνης παντού», κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στη νοσταλγία του παρελθόντος.

Το rebranding με υλικά του παρελθόντος μπορεί να προσφέρει προσωρινή συσπείρωση, αλλά σπάνια οδηγεί σε πραγματική αναγέννηση. Η Ελλάδα του 2025 δεν είναι η Ελλάδα του 2015 – κι αυτό είναι κάτι που ο Α. Τσίπρας φαίνεται να αγνοεί.

Για να πετύχει, θα έπρεπε να δείξει ότι έμαθε από τα λάθη του, ότι αλλάζει πρόσωπα, νοοτροπίες, πρακτικές. Αντίθετα, μέχρι στιγμής, δείχνει να στηρίζεται σε ό,τι του είναι πιο γνώριμο – το παλιό κομματικό κατεστημένο, τους «πιστούς συντρόφους», την επικοινωνιακή υπερβολή.

Οι ίδιοι πολιτικοί παρατηρητές λένε ότι το αποτέλεσμα μέχρι τώρα είναι ένα πολιτικό προϊόν που φωνάζει «νέο», αλλά μυρίζει «παλιό». Κι αν η κοινωνία αντιληφθεί ότι το «νέο κόμμα» δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν ΣΥΡΙΖΑ με φρεσκοβαμμένα γραφεία, η επανεκκίνηση θα μείνει στις προθέσεις.

Αν το νέο εγχείρημα περιοριστεί σε μια συναισθηματική «επιστροφή στις ρίζες», με τα ίδια στελέχη και τις ίδιες αντιλήψεις, τότε το rebranding θα αποδειχθεί χωρίς ουσία.

Ίσως τελικά ο Αλέξης Τσίπρας να μην επιχειρεί ένα rebranding του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ένα rerun – μια επανάληψη με διαφορετικούς τίτλους, αλλά με το ίδιο σενάριο και τους ίδιους πρωταγωνιστές.

Και το κοινό, όπως γνωρίζουν καλά οι σκηνοθέτες και οι πολιτικοί, σπάνια συγκινείται από επαναλήψεις.