Ευθύνες στον Αλέξη Τσίπρα, τον προκάτοχο του Στέφανου Κασσελάκη, επιρρίπτονται μέσα από τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκαν στη δημοσιότητα ενόψει του συνεδρίου του κόμματος για τη διπλή συντριπτική ήττα στις εκλογές.
Μάλιστα ο πρώην πρόεδρος εμφανίζεται αφενός να μην έκανε τίποτα για να αποτρέψει την ήττα αφετέρου να μην κατάφερε να πείσει τους πολίτες ότι αποτελεί εναλλακτική λύση.
Επί της ουσίας ο Στέφανος Κασσελάκης εμφανίζεται να αδειάζει τον Αλέξη Τσίπρα με τον πλέον επίσημο τρόπο, δηλαδή μέσα από τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος.
Οι αναφορές που γίνονται χαρακτηριστικές. Μεταξύ άλλων τονίζεται πως:
-Ο απολογισμός της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ αν και ψηφίστηκε ομόφωνα (με μία λευκή ψήφο) από την Κεντρική Επιτροπή τον Φεβρουάριο του 2020 δεν υπήρξε ουσιαστικά αναστοχαστικός. Μετά τις εκλογές του 2019 και την επιστροφή της ΝΔ στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έπεισε τους/τις πολίτες ότι είχε κατανοήσει το μήνυμα των εκλογών και ότι ήταν πλέον σε θέση να υπερβεί υποκειμενικές αγκυλώσεις για την άσκηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την επιστροφή στην διακυβέρνηση της χώρας.
-Η βαριά και οδυνηρή ήττα των δύο επάλληλων αναμετρήσεων του Μαΐου και του Ιουνίου του 2023 οφείλεται τόσο σε εξωτερικούς όσο και σε ενδογενείς, εσωτερικούς παράγοντες που λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά. Οφείλουμε με θάρρος και ειλικρίνεια, με κριτική και αυτοκριτική να αποτιμήσουμε την περίοδο από το 2019 μέχρι σήμερα, προκειμένου να αναγνωρίσουμε τα προβλήματα και τις κοινωνικές μεταβολές, ώστε με βάση τις συλλογικές 17 μας διαπιστώσεις να κάνουμε τις αναγκαίες αλλαγές και να χαράξουμε σε γερές βάσεις τη νέα πολιτική και οργανωτική μας πορεία.
Επίσης αναφέρεται ότι για τη διπλή εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εθνικές εκλογές καθοριστικό ρόλο έπαιξαν κυρίως πέντε στοιχεία:
1.Η έλλειψη αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, σε ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, που συμπεριελάμβανε και ένα σημαντικό τμήμα πρώην ψηφοφόρων μας. Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι, ότι δεν επιχείρησε έναν ουσιαστικό και πειστικό αναστοχασμό της κυβερνητικής θητείας του, με αυτοκριτικά στοιχεία τόσο μέσα στο κόμμα, όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Με συγκροτημένες και δημόσιες, παρεμβάσεις και συζητήσεις. Την ίδια στιγμή δεν προέβαλε όσο έπρεπε τα αδιαμφισβήτητα θετικά και επιτυχή στοιχεία της πολιτικής του, όπως, Συμφωνία Πρεσπών και έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια, με ταυτόχρονη ενίσχυση των πιο κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτων πολιτών, κλπ. Έλειψε μια συστηματική επαγγελματική καμπάνια αποδόμησης, της δήθεν «αναξιοπιστίας» και των δήθεν «ψεμάτων» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ωστόσο, το κύριο έλλειμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ήταν ότι δεν εξήγησε πειστικά τα λάθη και τις παραλείψεις του και τους λόγους για τους οποίους έγιναν. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις πρόσφατες εκλογές η ΝΔ εκμεταλλεύτηκε αυτή την αδυναμία μας, προτάσσοντας ως «φόβητρο» τα «δήθεν πεπραγμένα» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ της κυβερνητικής περιόδου του, αγνοώντας και καλύπτοντας έτσι τα πρόσφατα καταστροφικά δικά της κυβερνητικά πεπραγμένα, που ήταν το πραγματικό ζητούμενο των τελευταίων εκλογών. Με δεδομένη την κυβερνητική εξάρτηση των περισσότερων ΜΜΕ, που οργάνωσαν και καλλιέργησαν συστηματικά ένα αντί-ΣΥΡΙΖΑ κλίμα, που όμως «περνούσε» στην κοινή γνώμη, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν αντιμετώπισε αποτελεσματικά την επίθεση εναντίον του, ούτε αξιολόγησε 18 επαρκώς την επίπτωση της στην κοινωνική συνείδηση και το βάθος του αντι – ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.
2. H αναποτελεσματική αντιπολίτευση στα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν κατά την περίοδο 2019-23, συνδυαζόταν με ανεπάρκειες μιας θετικής πρότασης που θα ξανάδινε προοπτική στην κοινωνική πλειοψηφία. Στη διάρκεια την τετραετίας 2019-2023, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διάβασε σωστά το μήνυμα των πολιτών που του έδωσαν τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αντί για άσκηση προγραμματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε πολλές φορές μία καταγγελτική ρητορική ενώ οι καιροί είχαν αλλάξει δραματικά και οι πολίτες ήθελαν μία αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Απέναντι στην πανδημία, την ενεργειακή κρίση, την κρίση ακρίβειας, την όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεων, το σκάνδαλο των υποκλοπών, τις πελατειακές σχέσεις και διαφθορά που εκτοξεύτηκαν, ο ΣΥΡΙΖΑΠΣ δεν είχε πάντα συντεταγμένο, πειστικό πολιτικό λόγο. Δεν έλειψαν οι περιπτώσεις, που ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, διολίσθησε σε μια «ετεροβαρή» αντιπολίτευση όπου υπερτερούσε ο «καταγγελτισμός», ενώ έλειπε το δικό μας θετικό πολιτικό πρόσημο. Ρόλο αρνητικό έπαιξαν και ορισμένες λανθασμένες ή αντιφατικές δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών και το άστοχο ύφος κάποιων δηλώσεών τους, καθώς και η προεκλογική αρνητική καμπάνια.
3.Αρνητικά στο εκλογικό αποτέλεσμα επίδρασε η ματαίωση σε μεγάλο βαθμό του αναγκαίου «μετασχηματισμού» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Θεωρήσαμε το 32% του 2019 ως δεδομένο και όχι ως εντολή του λαού να προχωρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. σε σημαντικές αλλαγές Ο μετασχηματισμός δεν προχώρησε αν και ήταν το «κλειδί» στην νέα περίοδο, για να σταθεροποιηθούμε ως κόμμα εξουσίας, με στόχο τη νίκη και την πολιτική αλλαγή στις επόμενες εκλογές. Η υλοποίηση της στρατηγικής της διεύρυνσης υπήρξε αποσπασματική. Χάθηκε το κρίσιμο διάστημα μετά τις εκλογές του 2019, αλλά και η επόμενη δεύτερη ευκαιρία μετά το Συνέδριο του 2022. Κάτι οι ισχυρές εσωκομματικές αντιδράσεις, κάτι η απροθυμία του στενού πυρήνα του κομματικού μηχανισμού σε πολλές οργανώσεις, κάτι η συμβιβαστική αναποφασιστικότητα της ηγεσίας λόγω του εσωτερικού «πολιτικού κόστους», κάτι η Πανδημία, το «τρένο χάθηκε». Η αναγκαία γείωση στην κοινωνία, η παρουσία μας σε όλους τους ενδιάμεσους θεσμούς (συνδικαλισμός, Τοπική Αυτοδιοίκηση, Σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων κλπ) και κοινωνικούς χώρους (νεολαία, πολιτισμός, διανόηση κλπ), παρέμεινε στα όρια του παλιού μικρού ΣΥΡΙΖΑ και μας στέρησε μια αποτελεσματική πολιτική δράση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ παρέμεινε κυρίως «κόμμα ψηφοφόρων» χωρίς σύνδεση με τη διανόηση, την κοινωνική ανάλυση και τις νέες επιστημονικές επεξεργασίες. Η τετραετία «έφυγε», χωρίς να αξιοποιηθεί η ευρύτητα μιας επανασύστασης, όπως όριζε η απόφαση του μετασχηματισμού, αριστερών, σοσιαλιστικών, κεντρώων, προοδευτικών και κινηματικών δυνάμεων, στη βάση μιας ρεαλιστικής προοδευτικής πρότασης, που θα δημιουργούσε εμπιστοσύνη ικανής και αποτελεσματικής κυβερνησιμότητας, διεκδικώντας τη νίκη στις επόμενες εκλογές. Άλλες πολιτικές προσεγγίσεις επιλέγει κάποιος, εάν θέλει, ένα μικρότερο κόμμα αριστερής ιδεολογίας απολύτως θεμιτό για όσους το επιλέξουν. Και άλλες, εάν επιδιώκει ένα κόμμα εξουσίας, με προοδευτικές πολιτικές, στον παρόντα χρόνο. Το μεγάλο λάθος είναι να προσπαθεί να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα! Αυτή η «ταυτοτική» σύγχυση ανάμεσα σε ένα κόμμα «ιδεολογικής ταυτότητας της Αριστεράς» και σε ένα ανοιχτό, μαζικό, λαϊκό κόμμα «πολιτικής και προγραμματικής ενότητας» μιας Σύγχρονης Αριστεράς που απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια, δεν δημιουργεί εμπιστοσύνη και αξιοπιστία κυβερνησιμότητας.
4.Η έλλειψη κυβερνησιμότητας. Η μετέωρη πρόταση για Προοδευτική Κυβέρνηση. Έγινε εμφανές, εξ αρχής, με την αρνητική στάση του ΠΑΣΟΚ, ότι δεν υπήρχε πολιτικό σχέδιο, που να έπειθε τους πολίτες, ότι μπορούσε να συγκροτηθεί προοδευτική κυβερνητική πλειοψηφία μέσω μιας προγραμματικής συμφωνίας, δύο ή περισσοτέρων κομμάτων. Δεν έφταιγε βέβαια η απλή αναλογική από μόνη της. Αλλά η εμφανής αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από το 2019 και 19 μετά, να δημιουργήσει – να χτίσει – τις πολιτικές προϋποθέσεις υλοποίησης της. Η προεκλογική στάση του ΠΑΣΟΚ διευκόλυνε την στρατηγική της αυτοδυναμίας της ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αυτοπαγιδεύτηκε, σε σημείο να διολισθήσει κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, σε αδιέξοδες αντιφάσεις (κυβέρνηση ανοχής, ειδικού σκοπού κλπ), που ενίσχυσαν τελικά την ΝΔ και αποδυνάμωσαν περαιτέρω τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Ακόμα και όταν, υπήρχαν ισχυρά περιστατικά φθοράς της Κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν επωφελείτο, ή επωφελείτο ελάχιστα και προσωρινά. Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτέλεσε τελικά μια στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής και ταυτόχρονα μια ήττα της στρατηγικής μας για την απλή αναλογικής.
5.Η υποτίμηση του αντιπάλου. Ο Μητσοτάκης, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλης διάρκειας υγειονομική κρίση, την ενεργειακή κρίση και την χαλάρωση από την ΕΕ της δημοσιονομικής πειθαρχίας, προχώρησε σ’ ένα σύστημα έκτακτων οικονομικών ενισχύσεων. Όλο αυτό το «πακέτο» το ενέταξε σ’ ένα «περιτύλιγμα εκσυγχρονισμού» ανάπτυξης και μεταρρυθμίσεων. Δηλαδή, σ’ ένα «μείγμα» νεοφιλελευθερισμού, συντηρητισμού και έκτακτων επιλογών σοσιαλδημοκρατικού τύπου. Προτάσσοντας τον εκσυγχρονισμό, την ανάπτυξη και την σταθερότητα , σε μια κοινωνία ταλαιπωρημένη και φοβισμένη μετά από 10 – 15 χρόνια περιπετειών. Έτσι, η ΝΔ διείσδυσε στον «κεντρώο χώρο». Διατηρώντας τον δεξιό συντηρητικό χαρακτήρα της, πέτυχε να επηρεάσει τις ενδιάμεσες κεντρώες ομάδες με επίχρισμα μεταρρυθμιστικού και «πράσινου» εκσυγχρονισμού, σοβαρότητας και σταθερότητας. Αντίθετα, η απαγκίστρωση του κεντρώου χώρου από το δεξιό «μπλοκ εξουσίας», ήταν και είναι όρος για την εκλογική επιτυχία της προοδευτικής παράταξης. Η αντιπολίτευση όφειλε να είχε αντιληφθεί το νέο πεδίο επικοινωνιακής μετατόπισης της ΝΔ και την κοινωνική επιρροή που δημιουργούσε και να αποδομήσει τον πολιτικό αντίπαλο.