Το rebranding δεν πέτυχε. Ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, απλά εμφανίζεται λίγο πιο… Ευρωπαίος με τις συνεχείς επικλήσεις της Ευρώπης και της σύγκλισης με αυτήν. Η ομιλία του στο Ινστιτούτο που φέρει το όνομά του και διοργανώθηκε από τον ίδιο για την οικονομία–το κατά δήλωσή του ατού του– ανέδειξε την αδυναμία του να προχωρήσει ένα βήμα παραπάνω.
Καταστροφολογία, επίθεση στην κυβέρνηση και ένα πακέτο που θυμίζει την προεκλογική περίοδο του 2023 κυριάρχησαν στην ομιλία του στην οποία δεν ξέχασε και τους… αρμούς της εξουσίας –ειδικά τη Δικαιοσύνη– δηλώνοντας με έμφαση ότι πρέπει να αλλάξει. Τα περί εκσυγχρονισμού που υποστήριξε ήταν το περιτύλιγμα με το οποίο θέλει να σερβίρει το ίδιο ξαναζεσταμένο φαγητό σε μια προσπάθεια να δηλώσει παρών σε ενδεχόμενη… συγκόλληση της Κεντροαριστεράς.
Ο Αλέξης Τσίπρας ακολούθησε την πεπατημένη. Τον δρόμο που γνωρίζει καλά. Καταστροφολογία για την οικονομία και επίκληση της δήθεν αγανάκτησης των πολιτών που φαίνεται να εξακολουθεί να πιστεύει ότι δύναται να μετατραπεί σε οργή και σε ένα κύμα που περιμένει αυτόν που θα το καβαλήσει για να ανέβει στην εξουσία. Όπως φάνηκε, μάλιστα, δεν θα έλεγε όχι στο ενδεχόμενο να είναι αυτός για δεύτερη φορά με τον μανδύα της Κεντροαριστεράς.
Μίλησε για «πολιτικό υποκείμενο αλλαγής», για την ανάγκη μιας «μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας» και για «μεγάλες μεταρρυθμίσεις και μεγάλες ρήξεις». «Οι πολιτικές εξελίξεις είναι τόσο σύνθετες που δεν μπορούν να απαντηθούν με απλά εκλογικά μαθηματικά. Ίσως να μην αρκεί πια η πρόσθεση» είπε και έριξε το καρφί για την αντιπολίτευση σημειώνοντας πως «το Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης και οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις και οι μεγάλες ρήξεις, προκειμένου να υλοποιηθούν, απαιτούν μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που θα τις στηρίζει. Και που θα αποτυπώνεται και στους πολιτικούς συσχετισμούς».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι «η σημερινή ανισορροπία του πολιτικού συστήματος, αν δεν αποκατασταθεί από τα αριστερά, ο κίνδυνος είναι να αποκατασταθεί ακόμη δεξιότερα. Από την άνοδο της Ακροδεξιάς, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες» επιχειρώντας να εμφανιστεί, εμμέσως, ως το αντίπαλον δέος της ακροδεξιάς, την ύπαρξη της οποίας συντηρεί το –σύμφωνα με τη Ζαννέτ Τσίπρα– μόρφωμα που ο ίδιος δημιούργησε.
Μίλησε και για την αγανάκτηση της κοινωνίας, την οποία ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης περίμενε από το 2019 μέχρι που τελικά γύρισε σε βάρος του λέγοντας ότι «το μόνο παρήγορο και ουσιαστικά ελπιδοφόρο είναι ότι κάτι αρχίζει σιγά σιγά να κινείται. Όχι σε επίπεδο πολιτικής αντιπολίτευσης. Εκεί ο “κανένας” συνεχίζει να προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Αλλά σε επίπεδο κοινωνικής αντιπολίτευσης».
Και τόνισε για όσους δεν κατάλαβαν: «Άλλωστε, ας έχουμε κατά νου χωρίς κοινωνικές διεργασίες δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό υποκείμενο αλλαγής. Αυτό μας δείχνει και το παράδειγμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, και μας θύμισε με την παρέμβασή της σήμερα η Λουσί Καστέλς».
Μάλιστα είπε και αυτά που κατάλαβε για τη Γαλλία δείχνοντας να μην έχει αντιληφθεί τι ακριβώς έγινε και γίνεται αφού υποστήριξε για το Νέο Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία ότι «η συγκρότησή του δεν ήταν μια τεχνητή συγκόλληση από τα πάνω, αλλά απαίτηση της κοινωνικής αντιπολίτευσης, στις γειτονιές, στα συνδικάτα, στα πανεπιστήμια, στους χώρους δουλειάς. Έκφραση των αγώνων μιας κοινωνίας που έδωσε και δίνει μάχες στους δρόμους και μάλιστα πολλές από αυτές τις κερδίζει».
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του σημείωσε πως «έτσι κι εδώ, κανένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ρήξεων δεν θα υλοποιηθεί αν πρώτα δεν εκφράσει και κινητοποιήσει την πλειοψηφία της κοινωνίας μας. Της μεγάλης πλειοψηφίας που σήμερα δηλώνει ότι δεν τα βγάζει πέρα. Και που αργά ή γρήγορα θα απαιτήσει και θα αποκτήσει την πολιτική εκπροσώπηση που της αξίζει».
Βέβαια, αυτά πρέπει να απασχολούν κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ και τους υποψήφιους αρχηγούς του, αλλά και το ΠΑΣΟΚ εκπρόσωποι του οποίου εμφανίζονται να δηλώνουν σήμερα κιόλας ότι μπορούν να γίνουν συνεργασίες με την Κουμουνδούρου εντός Βουλής ή σε εκλογές επιμελητηρίων και την ανάδειξη συνδικαλιστών. Αφορούν δηλαδή και τον Νίκο Ανδρουλάκη ως προς την πορεία που θα ακολουθήσει μετά την εκλογή του.
Από εκεί και πέρα, η καταστοφολογία σε συνδυασμό με τα παραπάνω και οι αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα αναδείχθηκαν εκ νέου με τα περί «στρατηγικού κράτους» να δείχνουν πως δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό. Ότι το rebranding του δεν αφορά την κοινωνία και την κοινωνική συνοχή αλλά μόνο τη νέα του προσπάθεια να ξεφύγει από την Αριστερά και να ασχοληθεί με την Κεντροαριστερά. Να ξεφύγει από εκείνο το σύνθημα ενός περασμένου Ιουλίου σύμφωνα με το οποίο «για να στρίψουμε προς το κέντρο πρέπει πρώτα να πάμε αριστερά…»