Στην εποχή της κυριαρχίας των social media η αμεροληψία και η πλουραλιστική έκφραση απόψεων υποχωρούν ολοένα και περισσότερο μπροστά στη μονολιθική επικράτηση συγκεκριμένων αφηγημάτων. Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά και ανησυχητικά φαινόμενα είναι η εντεινόμενη πολιτική και ιδεολογική προπαγάνδα γύρω από το άτυπο αλλά πανίσχυρο δόγμα: «Πας μη αριστερός, βάρβαρος».
Πρόκειται για μια προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από έντονο μανιχαϊσμό, δηλαδή μια διαίρεση του κόσμου σε καλούς και κακούς, όπου ο καλός είναι πάντα όποιος αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός, αριστερός, ή κοινωνικά ευαίσθητος, και ο κακός –ή, ακόμη χειρότερα, ο επικίνδυνος– είναι όποιος τολμά να εκφράσει διαφορετική άποψη.
Μπορεί να ακούγεται βαρύ, αλλά οι αναλυτές της επικοινωνίας πιστεύουν ότι η προπαγάνδα αυτού του τύπου δεν είναι νέα. Ο Γκέμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του Γ' Ράιχ, είχε κατανοήσει τη δύναμη του μονολόγου και της επανάληψης. Ελεγε: «Πες ένα ψέμα αρκετά δυνατά και αρκετά συχνά και θα γίνει αλήθεια». Αυτό το δόγμα φαίνεται να εφαρμόζεται, μεταμφιεσμένο βεβαίως σε αντιφασιστικό και ανθρωπιστικό ένδυμα, στα σημερινά social media. Η χρήση όρων όπως «φασίστας», «σεξιστής», «ρατσιστής», «ομοφοβικός», «νεοφιλελεύθερος», ακόμα και «ψεκασμένος», έχει εξελιχθεί σε όπλο κατά οποιασδήποτε φωνής τολμά να παρεκκλίνει από την κυρίαρχη ιδεολογική νόρμα.
Η επιβολή αυτής της κουλτούρας αποκλεισμού δημιουργεί νοσηρό περιβάλλον δημόσιου διαλόγου. Οποιος δεν εντάσσεται στο «αριστερό» αφήγημα, αυτομάτως δαιμονοποιείται, λοιδορείται και πολλές φορές αποκλείεται. Ετσι, το δόγμα «Πας μη αριστερός, βάρβαρος» δεν είναι απλώς ρητορική υπερβολή. Είναι μια στρατηγική φίμωσης που χρησιμοποιεί ηθική υπεροχή για να επιβάλλει ιδεολογική κυριαρχία.
Η αριστερή ιδεολογία, είτε σε σοσιαλιστική είτε σε πιο «δικαιωματική» εκδοχή, παρουσιάζεται ως ο μόνος φορέας ηθικής. Η ευαισθησία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον, τις μειονότητες, το φύλο, παρουσιάζεται ως μονοπώλιο της Αριστεράς, ενώ κάθε άλλη προσέγγιση (φιλελεύθερη, κεντρώα, συντηρητική) απορρίπτεται ως απάνθρωπη, οπισθοδρομική ή επικίνδυνη.
Είναι μάλιστα η συγκεκριμένη προσέγγιση άξια ανάλυσης, αφού σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες στην Ευρώπη –και όχι μόνο– τα αποτελέσματα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, από την όποια αριστερή πολιτική λύση.
Αυτό πάντως οδηγεί σε έναν τεχνητό διχασμό της κοινωνίας, όπου δεν υπάρχουν πλέον πολίτες με διαφορετικές οπτικές, αλλά «καλοί» και «κακοί». Δεν υπάρχει γόνιμος διάλογος, παρά μόνο προσπάθεια ιδεολογικής επιβολής. Ο δημόσιος χώρος, ειδικά στο διαδίκτυο, μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, όπου η διαφωνία ισοδυναμεί με εχθρότητα.
Πολιτικοί αναλυτές και κοινωνιολόγοι παρατηρούν με ανησυχία την εξάπλωση των «ψηφιακών λαϊκών δικαστηρίων» – των διαδικτυακών όχλων που εφορμούν εναντίον προσώπων ή φορέων επειδή διατύπωσαν άποψη διαφορετική από την επικρατούσα. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται με οργανωμένες επιθέσεις στα σχόλια, στοχοποίηση ανθρώπων, μαζικές αναφορές για διαγραφή, καθώς και με ψυχολογική βία, ειρωνεία και εξευτελισμό.
Η συνέπεια; Αυτολογοκρισία. Πολλοί πολίτες, δημοσιογράφοι, ακόμη και πολιτικοί, αποφεύγουν πλέον να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους, φοβούμενοι τον στιγματισμό ή την «καταδίκη» της κοινωνικής πλειοψηφίας του Χ , του Facebook ή άλλων μέσων. Η ελευθερία της έκφρασης υποχωρεί μπροστά στον φόβο της «κακής δημοσιότητας».
Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που γεννά το δόγμα «Πας μη αριστερός, βάρβαρος» είναι η πολιτική υποκρισία. Ενώ προβάλλεται το αφήγημα της συμπερίληψης και της διαφορετικότητας, στην πράξη εφαρμόζεται η πιο σκληρή μορφή αποκλεισμού όσων δεν ταυτίζονται με τις κυρίαρχες «αριστερόστροφες» ιδέες.
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να διαφημίζονται η «ανεκτικότητα» και η «πολυφωνία», την ίδια στιγμή που φιλελεύθερες ή συντηρητικές φωνές φιμώνονται ή γελοιοποιούνται. Αυτό συνιστά κατάφωρη παραβίαση της δημοκρατικής αρχής του διαλόγου και της ισοτιμίας όλων των πολιτικών προσεγγίσεων.
Οταν μια πολιτική ή ιδεολογική κατεύθυνση θεωρείται αυτονόητα ανώτερη απ’ όλες τις άλλες και οποιαδήποτε διαφωνία απορρίπτεται ως ηθικά απαράδεκτη, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα επικίνδυνο φαινόμενο: την ιδεολογική αυταρχικότητα.
Αυτό το κλίμα δεν καλλιεργεί δημοκρατική συνείδηση, αλλά φανατισμό και πολιτικό δογματισμό. Η δημοκρατία στηρίζεται στον διάλογο, στη διαφωνία, την ανοχή και την αναζήτηση κοινών τόπων. Οταν αυτά αντικαθίστανται από πόλωση, δαιμονοποίηση και εκφοβισμό, τότε η ίδια η δημοκρατική λειτουργία υπονομεύεται.
Η αντιμετώπιση αυτής της μονολιθικής προπαγάνδας δεν μπορεί να έρθει με αντίστροφο φανατισμό ή με την προσπάθεια επιβολής άλλου δόγματος. Αντιθέτως, χρειάζεται:
-Ξεκάθαρη ενίσχυση της κριτικής σκέψης: Ο πολίτης οφείλει να αμφισβητεί, να ερευνά και να μη δέχεται άκριτα όσα του σερβίρονται, είτε από την Αριστερά είτε από οποιονδήποτε άλλον.
-Δημιουργία χώρων ελεύθερου διαλόγου: Πλατφόρμες και μέσα που δίνουν βήμα σε διαφορετικές απόψεις χωρίς λογοκρισία.
-Αναγνώριση της ποικιλομορφίας των απόψεων: Δεν υπάρχει μία αλήθεια. Υπάρχουν πολλές οπτικές, και καμία ιδεολογία δεν έχει το μονοπώλιο της ηθικής.
-Καταδίκη του διαδικτυακού τραμπουκισμού: Η στοχοποίηση δεν είναι ακτιβισμός, είναι εκφοβισμός και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως τέτοιος.
Το δόγμα «Πας μη αριστερός, βάρβαρος» είναι μια σύγχρονη μορφή ιδεολογικού αυταρχισμού που κρύβεται πίσω από λέξεις-κλειδιά όπως «πρόοδος», «δικαιώματα» και «αλληλεγγύη». Ωστόσο, όσο περισσότερο επιβάλλεται, τόσο περισσότερο υπονομεύει τις αρχές του δημοκρατικού διαλόγου και της ελεύθερης κοινωνίας. Για πολλούς υπονομεύει και τις ίδιες τις ιδεολογικοπολιτικές αξίες της Αριστεράς. Η πολιτική διαφορετικότητα είναι πλούτος, όχι απειλή. Και μόνο μέσα από την ελεύθερη έκφραση όλων των απόψεων μπορεί να χτιστεί μια πραγματικά προοδευτική και ανοιχτή κοινωνία.