Για ακόμα μία φορά σήμερα, Δευτέρα, ο Αμερικανός γερουσιαστής των Δημοκρατικών Μπομπ Μενέντεζ, αρνήθηκε τις βαριές κατηγορίες που αντιμετωπίζει για διαφθορά, ενώ υποσχέθηκε πως θα κρατήσει την έδρα του στο Κογκρέσο. Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη εβδομάδα ο Μενέντεζ διώκεται από την Εισαγγελία με την κατηγορία ότι δωροδοκήθηκαν ο ίδιος και η γυναίκα του από τρεις επιχειρηματίες του Νιου Τζέρσεϊ. 

Στη συνέχεια, εκλεγμένοι από το Νιου Τζέρσεϊ, ένας εκ των οποίων και ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Πολιτείας Φιλ Μέρφι, κάλεσαν τον Μενέντεζ να παραιτηθεί. Ωστόσο, η απόφαση του Μενέντεζ να παραμείνει στη θέση του ίσως να προκαλέσει δυσκολία στο κόμμα να διατηρήσει την οριακή πλειοψηφία που διαθέτει στη Κογκρέσο.

Μενέντεζ: Θα αθωωθώ και θα είμαι ο ανώτερος γερουσιαστής του Νιου Τζέρσεϊ

Πάντως, ο Μενέντεζ αποχώρησε προσωρινά από την προεδρία της πανίσχυρης Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, επειδή ο κανονισμός της Γερουσίας ορίζει ότι εκείνοι που κατηγορούνται για κακουργήματα πρέπει να εγκαταλείπουν τα ηγετικά αξιώματά τους. Μπορεί όμως να επανέλθει στην προεδρία, εφόσον κριθεί αθώος.

«Πιστεύω ακράδαντα πως όταν παρουσιαστούν όλα τα γεγονότα όχι μόνο θα αθωωθώ αλλά θα είμαι ακόμη ο ανώτερος γερουσιαστής του Νιου Τζέρσι», είπε ο 69χρονος Μενέντεζ, στις πρώτες δημόσιες δηλώσεις του αφότου του ασκήθηκε δίωξη.

Την Τετάρτη οι κατηγορούμενοι στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν 

Οι εισαγγελικές αρχές υποστηρίζουν ότι ο Μενέντεζ δέχτηκε ράβδους χρυσού και εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε μετρητά προκειμένου να ασκήσει την επιρροή του ώστε να βοηθήσει την αιγυπτιακή κυβέρνηση αλλά και να παρέμβει υπέρ των τριών επιχειρηματιών στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου που τους ερευνούσαν.

Ο Μενέντεζ, η σύζυγός του και οι τρεις επιχειρηματίες θα εμφανιστούν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν την Τετάρτη. Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν επισύρουν ποινή κάθειρξης έως και 45 ετών όμως οι δικαστές συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλουν πολύ μικρότερες ποινές. Να σημειωθεί ότι είναι η τρίτη φορά που ο γερουσιαστής μπαίνει στο στόχαστρο ομοσπονδιακής έρευνας, ωστόσο ποτέ δεν καταδικάστηκε.