Περιεκτικός και... to the point στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε στο «Μανιφέστο», ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης σημειώνει ότι «δική μας δουλειά είναι πρωτίστως να κρατάμε σταθερό τιμόνι έτσι ώστε να βγαίνουν όλοι κερδισμένοι», ενώ αναφορικά με την υπόθεση των αγροτών τονίζει πως «έχουμε διάθεση να εξαντλήσουμε τα περιθώρια που δίνει ο Προϋπολογισμός για να τους στηρίξουμε».
Κύριε υπουργέ, βλέποντας πώς εξελίσσεται και η υπόθεση των αγροτών, διαμορφώνεται μια αίσθηση πως πάντα στο τέλος βρίσκετε τα χρήματα. Είναι θέμα πίεσης ή στρατηγική της κυβέρνησης να φαίνεται πως κάνει δεκτά αιτήματα κοινωνικών ομάδων;
Αν πάμε λίγο πίσω, στις τελευταίες εκλογές, θα δείτε ότι η Νέα Δημοκρατία κέρδισε με τη διαφορά που κέρδισε, ενώ ήταν το κόμμα το οποίο υποσχέθηκε τα λιγότερα. Αυτά δηλαδή που είχαμε υπολογίσει ότι μπορούν να αντέξουν ο Προϋπολογισμός και η οικονομία. Το γεγονός, μάλιστα, ότι εφαρμόζουμε μία σοβαρή δημοσιονομική πολιτική είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους έχει πάρει πάλι μπροστά η μηχανή της οικονομίας. Και έτσι είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε. Αν λόγω αυτής της πολιτικής υπάρχει περίσσευμα, το διαθέτουμε στην κοινωνία. Θυμίζω, ωστόσο, ότι στο τέλος της χρονιάς θα πρέπει να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ, δηλαδή σχεδόν 5 δισ. ευρώ, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να μειώνουμε το χρέος μας. Αλλά αυτό απαιτεί σοβαρότητα και πειθαρχία. Διότι ευθύνη κάθε σοβαρής κυβέρνησης πρέπει να είναι να κρατάει πάντοτε ένα ζύγι. Να ικανοποιεί, δηλαδή, όσα αιτήματα είναι λογικά, χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία.
Γιατί καθυστερήσατε τόσο πολύ στις αποζημιώσεις των αγροτών;
Ειδικά στη Θεσσαλία οι ζημιές ήταν πρωτοφανείς με αντίστοιχα προβλήματα στο διαχειριστικό σκέλος. Δεν ισχυριστήκαμε ότι όλα προχώρησαν με ταχύτητα φωτός. Θα έλεγα, όμως, ότι οι ταχύτητες για τις αποζημιώσεις μετά τις φυσικές καταστροφές στη Θεσσαλία (π.χ. η πρώτη αρωγή) ήταν αρκετά μεγαλύτερες από αυτές που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν στην Ελλάδα. Και προσπάθεια της κυβέρνησης είναι και πρέπει να είναι αυτές οι ταχύτητες να αυξηθούν ακόμα παραπάνω. Εχουμε διάθεση να εξαντλήσουμε τα περιθώρια που δίνει ο Προϋπολογισμός για να στηρίξουμε τους αγρότες. Και αυτό φάνηκε και στις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού σε σχέση με την προκαταβολή του ΕΦΚ στα καύσιμα και το φθηνότερο ρεύμα. Ελπίζω και οι ίδιοι οι αγρότες να κατανοούν ότι πραγματικά ξύνουμε τον πάτο του βαρελιού για να απαντήσουμε στις ανάγκες τους. Ταυτόχρονα, όμως, όπως ήδη ανέφερα, υπάρχουν και συγκεκριμένα δημοσιονομικά περιθώρια. Διότι, αν αρχίσουμε να δίνουμε χρήματα χωρίς να τα υπολογίζουμε, σε λίγους μήνες εσείς οι ίδιοι θα μας κάνετε κριτική για τις επιπτώσεις στον Προϋπολογισμό και την οικονομία. Ναι, λοιπόν, να στηρίξουμε. Αλλά αυτό να γίνει με έναν τρόπο λελογισμένο. Και μην ξεχνώντας ότι η κυβέρνηση οφείλει βεβαίως να νοιάζεται για τους αγρότες, οφείλει, όμως, επίσης, να νοιάζεται και για κάθε άλλη κοινωνική ομάδα, η οποία έχει τα δικά της αιτήματα. Θα ήθελα τέλος να προσθέσω το εξής: Αν θέλουμε να μιλήσουμε για έναν σύγχρονο αγροτικό τομέα, δεν πρέπει να βλέπουμε μόνο τις διεκδικήσεις. Πρέπει επίσης να δούμε τι γίνεται σε άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία και το Ισραήλ, όπου ο αγρότης λειτουργεί ως σύγχρονος επιχειρηματίας. Πρέπει να μιλήσουμε και για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται και στον αγροτικό τομέα, έτσι ώστε οι αγρότες να έχουν ένα μόνιμο και βιώσιμο εισόδημα.
Σε όλες τις μετρήσεις η ακρίβεια λογίζεται ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των πολιτών. Εχετε σηκώσει τα χέρια ψηλά; Διότι το επιχείρημα ότι γίνονται έλεγχοι ή ότι μπαίνουν πρόστιμα δεν επηρεάζει τις τιμές που βρίσκουμε στα ράφια...
Μην υποτιμάτε τα πρόστιμα. Τόσο ο αριθμός όσο και το ύψος τους ήταν καινούργια για τα ελληνικά δεδομένα και φάνηκε ότι οι εταιρείες στις οποίες επιβλήθηκαν στη συνέχεια προσαρμόστηκαν. Φυσικά, καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν έχει μια «μαγική γομολάστιχα» για να διαγράψει το πρόβλημα της ακρίβειας. Αλλά τουλάχιστον η δική μας προσπάθεια είναι πολυεπίπεδη. Δεν περιλαμβάνει, δηλαδή, μόνο τα πρόστιμα. Περιλαμβάνει μέτρα όπως το «Καλάθι του Νοικοκυριού» και μια σειρά από άλλες πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν τελευταία (ειδική σήμανση στις μόνιμες μειώσεις τιμών, πλαφόν κέρδους στο βρεφικό γάλα κ.λπ.). Για τα περισσότερα από τα τελευταία μέτρα που παρουσιάστηκαν (π.χ. «καθαρές» τιμές), το ίδιο το υπουργείο Ανάπτυξης σημείωσε ότι απαιτείται κάποιος χρόνος για να αποδώσουν (περίπου από τον Μάρτιο). Από φέτος, επίσης, ξεκίνησε μία σειρά μέτρων ενίσχυσης του εισοδήματος των πολιτών ακριβώς με το βλέμμα στην αντιμετώπιση της ακρίβειας: οι νέες αυξήσεις στις συντάξεις, η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, το αυξημένο επίδομα γέννησης, η αύξηση του αφορολογήτου για οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του επιδόματος μητρότητας σε ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες, η θέσπιση του κοινωνικού τιμολογίου ρεύματος πολυτέκνων. Και ακολουθεί βέβαια η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Ολα αυτά δεν είναι αμελητέα. Και είναι δυνατά ακριβώς επειδή η κυβέρνηση εφαρμόζει μία σοβαρή οικονομική πολιτική, η οποία δημιουργεί το χώρο για την εφαρμογή και μιας ουσιώδους κοινωνικής πολιτικής.
Πόση αξία μπορεί να έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού όταν η ακρίβεια και ο πληθωρισμός ουσιαστικά «κατατρώνε» αυτές τις αυξήσεις;
Αν δείτε τη σωρευτική αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2019, έχει μέχρι σήμερα φτάσει το 20%. Είναι, δηλαδή, μεγαλύτερη από την αντίστοιχη σωρευτική αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Και αυτό χωρίς να υπολογίζουμε την επικείμενη νέα αύξησή του τον Απρίλιο. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι επί δικής μας κυβερνήσεως οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό τρώνε με χρυσά κουτάλια. Αλλά θα ήταν ταυτόχρονα άδικο να υποτιμηθούν οι προσπάθειες που έχουν γίνει. Αλλωστε, δεν είναι μόνο η αύξηση του κατώτατου μισθού. Είχαμε ταυτόχρονα μείωση της ανεργίας από το 17,5% στο 9,2%. Και δεν υπάρχει καλύτερη στήριξη για τον άνεργο απέναντι στην ακρίβεια από το να βρει μια δουλειά. Παράλληλα αυξήθηκε και ο μέσος μισθός κατά περίπου 20% από το 2019 μέχρι σήμερα: από τα 1.046 ευρώ στα 1.258 ευρώ. Ολα αυτά είναι δυνατά ακριβώς λόγω της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζουμε. Είναι η ίδια οικονομική πολιτική με την οποία υπολογίζουμε ότι θα πετύχουμε τους στόχους που έχουμε θέσει για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ στο τέλος της τετραετίας.
Υπάρχουν πληροφορίες για κάποιο νέο επίδομα που θα δώσετε το Πάσχα. Τι να περιμένουμε;
Τα στοιχεία του Ιανουαρίου δείχνουν ότι ο Προϋπολογισμός πάει καλά στο επίπεδο των εσόδων. Γιατί πάει καλά; Διότι έχουμε ανάπτυξη υπερτριπλάσια από ό,τι έχει η Ευρώπη κατά μέσο όρο. Διότι η ανεργία έχει πέσει στα προ κρίσης επίπεδα και μόνο το 2023 βρήκαν δουλειά επιπλέον 102.000 συμπολίτες μας. Διότι είμαστε πρωτοπόροι στην Ευρωπαϊκή Ενωση στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης. Διότι σημειώνουμε πρόοδο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Ταυτόχρονα, όμως, όπως ήδη σημείωσα, έχουμε υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 2,1%, περίπου διπλάσιο από πέρυσι. Στις 45 μέρες που μεσολάβησαν από τις αρχές του χρόνου, έχουμε ανακοινώσει ήδη –πέραν των όσων είχαμε ήδη προβλέψει στον Προϋπολογισμό– τα μέτρα για τους αγρότες, την αύξηση στις εφημερίες των γιατρών και την αύξηση του επιδόματος γέννησης. Ολα αυτά κοστίζουν περίπου 212 εκατ. ευρώ. Σε μόλις ενάμιση μήνα. Ωστόσο, όλα αυτά δεν προδικάζουν σε καμία περίπτωση έκτακτα επιδόματα και μάλιστα το Πάσχα. Ας μην σπεύδουμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Εχω υπογραμμίσει επανειλημμένως ότι δίνουμε όσα αντέχουμε. Αφήστε, λοιπόν, να εξελιχθούν τα πράγματα για να βγάλουμε όλοι τα συμπεράσματά μας. Δική μας δουλειά είναι πρωτίστως να κρατάμε σταθερό τιμόνι έτσι ώστε να βγαίνουν όλοι κερδισμένοι.
Πάμε τώρα στο ζήτημα των πανεπιστημίων: Μπορείτε να μας πείτε αν αληθεύει ότι η χρηματοδότηση προς τα πανεπιστήμια είναι τόσο χαμηλή στην Ελλάδα όσο διατυμπανίζεται;
Δεν θα ισχυριστώ ότι τα πράγματα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά ως προς τη χρηματοδότηση. Αλλά με την ίδια ειλικρίνεια θα σας πω ότι κάθε Ελληνας υπουργός Οικονομικών ξεκινά με τρία προβλήματα που δεν τα έχουν οι άλλοι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το πρώτο είναι το υψηλό δημόσιο χρέος και οι δαπάνες εξυπηρέτησής του. Το δεύτερο είναι οι αμυντικές δαπάνες, διότι έχουμε τις υψηλότερες στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και το τρίτο είναι οι δαπάνες του Προϋπολογισμού για τις συντάξεις, οι οποίες είναι επίσης οι υψηλότερες στην Ευρώπη, καθώς δεν έχουμε διαχρονικά υψηλά έσοδα από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Παρ’ όλους αυτούς τους περιορισμούς, όλα τα τελευταία χρόνια κάναμε αυξήσεις του Τακτικού Προϋπολογισμού για την Παιδεία. Και εν πάση περιπτώσει, φέτος έχουμε μια επιπλέον στήριξη κατά 255 εκατ. ευρώ, η οποία θα προέλθει από την προσπάθεια που κάνουμε για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Το θέμα, όμως, δεν είναι μόνο η χρηματοδότηση, αλλά και το πώς αξιοποιούνται τα χρήματα αυτά. Γι’ αυτό και έχουν περάσει μία σειρά νόμων, ιδιαίτερα την προηγούμενη τετραετία, έτσι ώστε να υπάρχει και μία αξιολόγηση των Ιδρυμάτων, αλλά και να κρατιέται και ένα ποσό στην άκρη που θα δίνεται για την ενίσχυση των Ιδρυμάτων που έχουν τις καλύτερες επιδόσεις.
Η επέκταση των POS στις περισσότερες οικονομικές συναλλαγές είναι η δική σας απάντηση στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής; Το λέω διότι η παραοικονομία φτάνει το 20,5% του ΑΕΠ μας!
Αν δείτε τα στοιχεία, ήδη με όσα έχουμε κάνει από το 2019 μέχρι σήμερα, το λεγόμενο «κενό ΦΠΑ», τα έσοδα δηλαδή που χάνουμε ετησίως από τον ΦΠΑ, μειώθηκαν από το 23% το 2018 στο 15% το 2023. Και στόχος μας είναι μέχρι το 2026 να πέσει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 9%. Και αυτό θα συμβεί με όλα τα μέτρα τα οποία προωθούμε για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Δεν είναι μόνο η επέκταση των POS. Είναι ακόμη περισσότερο η διασύνδεσή τους με τις ταμειακές μηχανές. Είναι επίσης άλλες δέκα διαφορετικές παρεμβάσεις που προωθούμε: το MyDATA, η ηλεκτρονική τιμολόγηση, τα πολύ αυστηρά πρόστιμα για το λαθρεμπόριο καυσίμων. Ολα αυτά είναι δομικές αλλαγές στο φορολογικό σύστημα. Το ότι έχουμε παραπάνω έσοδα οφείλεται και στην πολιτική που εφαρμόζουμε σε σχέση με τη φοροδιαφυγή. Το 2023 είχαμε 500 εκατ. ευρώ παραπάνω έσοδα λόγω ηλεκτρονικών διασταυρώσεων και σύλληψης της φοροδιαφυγής. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε προκειμένου να πετύχουμε τους στόχους μας. Και με τα έσοδα να πηγαίνουν σε δύο κατευθύνσεις: στην ενίσχυση της κοινωνικής πολιτικής και στην περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών!
Εχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση με την Golden Visa, η οποία συνδέεται αφενός με την έλλειψη στέγασης και αφετέρου με τα υψηλά ενοίκια. Τι σκέπτεστε επ’ αυτού;
H Golden Visa έφερε στη χώρα μας πολλά κεφάλαια, άνω των 2 δισ. ευρώ, και όταν υλοποιήθηκε τόνωσε την κτηματαγορά. Ακριβώς, όμως, επειδή μας έχουν απασχολήσει τα ζητήματα της στέγασης και των ενοικίων ήδη από την προηγούμενη τετραετία προχωρήσαμε στο διπλασιασμό του ορίου επένδυσης για την Golden Visa από τις 250.000 στις 500.000 ευρώ για περιοχές μεγάλης ζήτησης. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι πρέπει να πάμε παραπέρα. Αυτήν τη στιγμή έχει προχωρήσει στο υπουργείο μας μια μελέτη. Σε κάθε περίπτωση, μπορώ να σας πω ότι, όπως σημείωσε και ο πρωθυπουργός στη Βουλή, θα πάμε σε περιορισμούς για την Golden Visa. Με αύξηση των ορίων, ώστε να γίνονται ουσιαστικότερες επενδύσεις. Ειδικά στις περιοχές όπου υπάρχει μεγάλη πίεση στα ενοίκια (π.χ. τα αστικά κέντρα και τα νησιά) εκεί το όριο μπορεί να πάει πολύ υψηλότερα, ακόμη και στις 800.000 ευρώ. Το ζήτημα, όμως, μας απασχολεί από πολλές πλευρές: δεν έχουν όλες οι περιοχές της Ελλάδας τα ίδια προβλήματα σε σχέση με τη στέγαση. Υπάρχει, επίσης, το ζήτημα των διατηρητέων κτιρίων, για την ανακαίνιση των οποίων η Golden Visa θα μπορούσε ίσως να λειτουργήσει βοηθητικά.