Ο καρκίνος είναι από τα λίγα πράγματα που δεν χρειάζονται εισαγωγή. Όταν έρθει, δεν ρωτά τίτλους, βιογραφικά, πόσα έγραψες ή αν πρόλαβες να πεις αυτά που ήθελες. Απλώς έρχεται. Και μερικές φορές χτυπά ανθρώπους που είχαν μάθει να μιλούν για τις μάχες των άλλων – ενώ τη δική τους την έδιναν σιωπηλά.

Δεν θα γράψουμε ονόματα. Δεν χρειάζεται. Γιατί αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο μία γυναίκα. Αφορά όλους εκείνους που κάποια στιγμή χωρίς προειδοποίηση καλούνται να παλέψουν με το σώμα τους.

Ο καρκίνος είναι μια μάχη χωρίς σενάριο. Δεν έχει σωστά λόγια. Δεν έχει αξιοπρεπές timing. Είναι μια ωμή εισβολή που σε αναγκάζει να μάθεις από την αρχή τι θα πει μέρα, τι θα πει νύχτα και τι θα πει αντέχω. Είναι εκείνη η στιγμή που η πραγματικότητα στρέφεται καταπάνω τους.

Στατιστικά; Ένας στους τρεις ανθρώπους στην Ελλάδα θα νοσήσει από καρκίνο στη διάρκεια της ζωής του. Πραγματικότητα; Κανείς δεν είναι έτοιμος. Κι όμως, κάποιοι καταφέρνουν μέσα σε αυτήν τη θύελλα να σταθούν με τρόπο που κάνει τους άλλους να σωπαίνουν. Να καταλάβουν τι σημαίνει να συνεχίζεις όχι επειδή «είσαι δυνατός», αλλά επειδή δεν έχεις άλλη επιλογή.

Κάθε φορά που φεύγει ένας άνθρωπος από καρκίνο, δεν φεύγει απλώς μια ζωή. Χάνεται μια μαρτυρία για το τι σημαίνει να παλεύεις ήσυχα, καθημερινά, χωρίς φώτα και χωρίς χειροκροτήματα.

Η απώλεια πονά. Δεν γίνεται πιο εύκολη όταν αφορά έναν «δικό σου». Αλλά η απουσία γίνεται μήνυμα όταν αφήνει πίσω της μια σιωπή που λέει: «Πρόλαβε να είναι αυτό που ήθελε. Όσο μπορούσε. Όσο άντεξε».

Αν κάτι μαθαίνουμε απ’ αυτήν τη διαδρομή είναι ότι ο καρκίνος δεν είναι απλώς μια ασθένεια. Είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία αλήθειας που μπορεί να ζήσει κανείς.

Και οι αλήθειες –όταν ειπωθούν με αξιοπρέπεια– γίνονται φάροι. Ακόμη και για όσους μείναμε πίσω.