«Είναι πολύ δύσκολο να προσποιούμαστε ότι συναντιόμαστε χαλαρά με συνομιλητές που μας κατηγορούν με χυδαίους χαρακτηρισμούς». Η φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη, από το κιόσκι του Προεδρικού Μεγάρου, δεν ήταν μια απλή διαπίστωση. Ήταν μια ψυχρή διάγνωση για την κατάσταση του δημόσιου λόγου στη χώρα: λόγος τραχύς, κατηγορίες αδίστακτες, και μετά, μια συγκαλυμμένη χειραψία — «για το θεσμικό της υπόθεσης».
Από τη μια, οι θορυβώδεις απόντες. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Κυριάκος Βελόπουλος, ο Δημήτρης Νατσιός. Μόνιμοι καταγγέλλοντες του «καθεστώτος», απουσίασαν από την τελετή αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Επειδή προφανώς η Δημοκρατία δεν τους εκπροσωπεί όσο οι ίδιοι τον εαυτό τους. Η απουσία δεν ήταν διαμαρτυρία. Ήταν πολιτική αυτοαναίρεση.
Και όταν η απουσία βαφτίζεται «στάση», τότε η παράσταση δεν λείπει ποτέ. Ο Αλέξης Χαρίτσης, πρόεδρος της Νέας Αριστεράς, έστησε το δικό του στιγμιότυπο αποχώρησης, ζητώντας να συνοδεύεται από Παλαιστίνιο. Ήξερε ότι δεν γίνεται. Αυτό ακριβώς ήθελε. Να μη γίνει. Για να έχει λόγο να φύγει. Όταν η πολιτική μετατρέπεται σε τέχνασμα, χάνει το νόημά της.
Από την άλλη, αυτοί που εμφανίστηκαν —όχι για να τιμήσουν τη μέρα, αλλά για να επιβεβαιώσουν τη διγλωσσία τους. Ο Σωκράτης Φάμελλος και ο Νίκος Ανδρουλάκης κάθισαν λίγα μέτρα δίπλα στον πρωθυπουργό τον οποίο, λίγα εικοσιτετράωρα πριν, αποκαλούσαν «νονό». Όχι μεταφορικά. Κυριολεκτικά. Και τώρα; Τώρα όλα ξεχνιούνται σε μια χαλαρή συνομιλία κάτω από τον ήλιο, με νερό και ευγένειες. Η υποκρισία δεν είναι πλέον πολιτικό φαινόμενο. Είναι κοινή γλώσσα.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ψύχραιμος, υπενθύμισε τη σημασία της νηφαλιότητας. Μα σε ποιους; Σε όσους θεωρούν ότι η θεσμική παρουσία είναι αγγαρεία και η ύβρις πολιτική πράξη; Σε όσους καταγγέλλουν «αυταρχισμό» το πρωί και βγάζουν selfies το βράδυ;
Η χυδαιότητα στον λόγο μπορεί να σοκάρει. Αλλά η προσποιητή ευγένεια, όταν προέρχεται από τους ίδιους ανθρώπους, είναι πολύ πιο δηλητηριώδης.