Οι δρόμοι είναι πιο άδειοι, αλλά όχι σιωπηλοί. Τα φανάρια συνεχίζουν να αλλάζουν χρώμα, τα καφάσια έξω από τα μπακάλικα περιμένουν το πρωί, και η Αθήνα – η αληθινή, η ωμή, η γυμνή – κάνει την εμφάνισή της μόλις περάσουν τα μεσάνυχτα.
Τα φώτα χαμηλώνουν, τα καταστήματα κατεβάζουν ρολά, τα τελευταία τρόλεϊ παλεύουν με τα κενά τους δρομολόγια. Και τότε, εμφανίζεται μια άλλη πόλη, μισοσκότεινη, βουβή, επίμονη.
Η πόλη μετά τα μεσάνυχτα είναι διαφορετική: αυτή είναι η νυχτερινή Αθήνα μέσα από τα μάτια των ταξιτζήδων, των φαρμακοποιών και των εργατών καθαριότητας. Μια άλλη όψη της πόλης, λιγότερο γνωστή, με ιστορίες και εικόνες.
«Αν δεν έχεις δει την Αθήνα στις 3 το πρωί, δεν την ξέρεις»
Ο Μιχάλης, 47 ετών, ταξιτζής εδώ και 20 χρόνια, περιπολεί την πόλη με ένα θερμός καφέ στο πλάι. «Τις πιο αληθινές κουβέντες τις έχω κάνει μετά τις δύο τη νύχτα», λέει. «Ένας μεθυσμένος που έκλαιγε για τον γιο του. Μια γυναίκα που μόλις χώρισε και δεν ήθελε να πάει σπίτι. Μια γιαγιά που πήγε νοσοκομείο μόνη της, γιατί ντρεπόταν να ξυπνήσει την κόρη της».
Στο πίσω κάθισμα του ταξί του έχουν καθίσει ιστορίες που δεν χωράνε σε πρωτοσέλιδα. «Η Αθήνα της νύχτας είναι πιο ειλικρινής. Δεν φοράει μάσκα. Δεν προσποιείται ότι όλα είναι καλά».
Στη φαρμακαποθήκη της ανάγκης
Πίσω από το γκρι ρολό (σ'ένα ένα στενό στο κέντρο της Αθήνας) ένα μικρό νυχτερινό φαρμακείο μοιάζει με φάρος μέσα στο σκοτάδι. Μια γυναίκα χτυπά την πόρτα με αγωνία. «Το παιδί έχει πυρετό. Μου είπαν εφημερεύετε». Ο φαρμακοποιός ανοίγει αμέσως. Ούτε ερωτήσεις, ούτε χαρτούρα. Μόνο δράση.
Ο κύριος Στέλιος, φαρμακοποιός σε νυχτερινή εφημερία, εξηγεί: «Τα βράδια δεν πουλάμε μόνο φάρμακα – πουλάμε ησυχία. Έρχεται ο άλλος σε πανικό. Αν του δώσεις ένα Depon με ψυχραιμία, του δίνεις και 20 χτύπους λιγότερους στην καρδιά».
Μας δείχνει το ρολόι. 3:08 π.μ. «Αυτή είναι η ώρα που έρχονται οι μπαμπάδες με το βρεγμένο σώβρακο στο χέρι γιατί το παιδί “τσίμπησε” και νομίζουν ότι είναι τσίμπλα. Ή οι 25χρονοι που νομίζουν ότι πεθαίνουν από πόνο στο στομάχι ενώ απλώς έχουν φάει τρία σουβλάκια με πατάτες στις 2». Χιούμορ και ρεαλισμός, ακριβώς όπως απαιτεί η νύχτα.
Οι σκιές με τα φωσφορίζοντα γιλέκα
Στην Αχαρνών, οι μόνοι ήχοι που ακούγονται στις 4 το πρωί είναι το τρίξιμο της σκούπας στο πεζοδρόμιο και το γουργούρισμα του απορριμματοφόρου. Η Άννα, 38 ετών, εργάτρια καθαριότητας στον δήμο Αθηναίων, φορά το φωσφορίζον γιλέκο της σαν πανοπλία.
«Μας βλέπεις, αλλά δεν μας βλέπεις. Οι περισσότεροι περνούν από δίπλα μας λες και είμαστε τοίχος. Αλλά αν δεν περάσουμε εμείς, το πρωί η πόλη θα βρωμάει», λέει σχεδόν με πείσμα.
Δίπλα της, ο Δημήτρης, οδηγός του απορριμματοφόρου, ρίχνει πίσω ένα βλέμμα. «Η Αθήνα είναι γεμάτη μυστικά τη νύχτα. Μπαλκόνια που μυρίζουν βασιλικό, γιαγιάδες που ποτίζουν φυτά στις 3.30, τύποι που βγάζουν τα σκυλιά με μπουρνούζι. Έχουμε δει τα πάντα».
Μια πόλη με διπλή ταυτότητα
Η Αθήνα δεν κοιμάται – απλώς αλλάζει πρόσωπο. Και όταν ξημερώνει, εξαφανίζεται σαν όνειρο. Μόνο που δεν είναι όνειρο, είναι η πιο αληθινή της όψη.
Η νυχτερινή Αθήνα δεν είναι η σκηνή μεθυσμένων στην Καρύτση ή οι τελευταίες παρέες στην πλατεία Νερού. Είναι οι άνθρωποι που τη συντηρούν ενώ κοιμόμαστε. Είναι η πόλη που περπατάει αργά, με κουρασμένα βήματα, αλλά ποτέ δεν σταματά.
Κι αν ποτέ ξυπνήσεις κατά λάθος στις 4 τα ξημερώματα, θυμίσου ότι κάποιος, κάπου, κρατά την πόλη ζωντανή για σένα.