Η ανάδειξη του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) ως μίας αξιόπιστης και ολοένα πιο ανταγωνιστικής επιλογής στην διεθνή ενεργειακή αγορά ήταν σίγουρο πως θα άλλαζε τις ισορροπίες στον ενεργειακό χάρτη. 

Η στροφή, όμως, προς το αμερικανικό LNG δεν έχει σχέση μόνο με τις ίδιες τις προοπτικές της αγοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου. Έχει κατά κύριο λόγο σχέση με την γεωπολιτική εργαλειοποίηση του ρωσικού αερίου από τον Πούτιν. Η χρησιμοποίησή του σαν «όπλο» πριν και μετά την εισβολή στην Ουκρανία, έδειξε σε όλους πως δεν είναι πλέον δυνατόν να βασίζονται σε αυτό, ενώ τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε και το μειονέκτημα της διέλευσης των αγωγών από πολλές χώρες. Αντίθετα, στην περίπτωση του LNG τον ρόλο των αγωγών και των υπόγειων δικτύων τον αναλαμβάνουν τα πλοία που το μεταφέρουν. 

Στην Ελλάδα είχε προβλεφθεί εξ αρχής η ύπαρξη σταθμών υποδοχής LNG, με αυτόν της Ρεβυθούσας να υποδέχεται φορτία εδώ και πολλά χρόνια και μάλιστα να αποτελεί σωτήρια λύση σε περιόδους εκτάκτων συνθηκών, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις γειτονικές μας χώρες.

Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η σύμπραξη ΔΕΠΑ-AKTOR υπέγραψε εικοσαετές συμβόλαιο με την αμερικανική Venture Global για την εισαγωγή 0,7 δισ. κυβικών μέτρων LNG ετησίως, από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας στη Λουιζιάνα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει εγγυημένες ποσότητες σε βάθος 20ετίας, δυνατότητα καλύτερου προγραμματισμού και διαπραγμάτευσης τιμών, σταθερή τροφοδοσία για την ελληνική αγορά και πρόσθετες ποσότητες για εξαγωγή.

Έτσι, το φυσικό αέριο θα ξεκινάει από τη χώρα μας και θα φτάνει, μέσω του δικτύου αγωγών του «Κάθετου Διαδρόμου» που ήδη κατασκευάζεται, στη Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Αυτό έχει πολύ μεγάλη αξία ενεργειακά, καθώς αναδεικνύει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της χώρας μας στην ενεργειακή αυτονομία και ασφάλεια της Ευρώπης. Έχει, όμως, και μεγάλη σημασία γεωστρατηγική, γιατί δημιουργούνται νέες αρτηρίες διασύνδεσης της χώρας μας. 

Πρόκειται για μια αδιαμφησβήτητη επιτυχία της Ελληνικής Κυβέρνησης με γεωστρατηγικό αποτύπωμα που καθιστά τη χώρα μας πρωτοπόρο στον ενεργειακό τομέα. Ιδίως εάν αναλογιστεί κανείς την επικείμενη σταδιακή απαγόρευση, από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της εισαγωγής ρωσικού φυσικού αερίου, μέχρι το 2030.