Ο ενεργειακός χάρτης της Ανατολικής Μεσογείου αλλάζει με ταχύτητα και, αυτή τη φορά, όχι προς όφελος της Άγκυρας. Δύο πρόσφατες παράλληλες κινήσεις δείχνουν τη νέα γεωπολιτική τάση: Η εμβάθυνση των ενεργειακών συμφωνιών Ελλάδας-ΗΠΑ για τη μεταφορά αμερικανικού LNG προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και η ασφυκτική πίεση της κυβέρνησης Τραμπ στην Τουρκία να περιορίσει δραστικά τις ροές ρωσικής ενέργειας προς τη Δύση, καθώς μεγάλα συμβόλαια με την Gazprom λήγουν στο τέλος του χρόνου.

Τα τελευταία 24ωρα, η Αθήνα υπέγραψε την πρώτη μακροχρόνια συμφωνία εισαγωγής αμερικανικού LNG με στόχο την επανεξαγωγή ποσοτήτων προς Ουκρανία, Βαλκάνια και Κεντρική Ευρώπη. Η εικόνα συμπληρώνεται από την εκτόξευση της δυναμικότητας των ελληνικών υποδομών σε Ρεβυθούσα και Αλεξανδρούπολη, που ξεπερνούν τα 10 δισ. κ.μ. ετησίως, ενώ νέα έργα διασύνδεσης και ο Κάθετος Διάδρομος περιγράφονται από ευρωπαϊκές και ελληνικές μελέτες ως πυλώνες ενεργειακής ασφάλειας για την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα περνά από τον ρόλο του περιθωριακού παίκτη στο φυσικό αέριο στον ρόλο της βασικής πύλης αμερικανικού LNG προς την καρδιά της ηπείρου.

Στον αντίποδα, η Τουρκία βλέπει τον ρόλο της να αμφισβητείται. Τα τελευταία χρόνια, η Άγκυρα είχε εξελιχθεί στον μεγαλύτερο αγοραστή ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων παγκοσμίως και, από το 2025, στη μοναδική χώρα transit για τις ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, αξιοποιώντας αγωγούς όπως ο TurkStream και ένα πλέγμα λιμανιών-κόμβων που επέτρεπαν τη «μεταξίωση» ρωσικών φορτίων σε «τουρκικά». Αυτή η πρακτική είχε γίνει κεντρικό εργαλείο του «επιτήδειου ουδέτερου» του Ερντογάν απέναντι στις κυρώσεις κατά της Μόσχας.

Η κυβέρνηση Τραμπ αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού. Η Ουάσιγκτον καλεί ανοιχτά τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ –και πρωτίστως την Τουρκία– να σταματήσουν την αγορά ρωσικής ενέργειας, την ώρα που σειρά συμβολαίων Gazprom-BOTAŞ λήγουν τον Δεκέμβριο και βρίσκονται σε επαναδιαπραγμάτευση. Ανάλογες πιέσεις ασκούνται και στο πεδίο του πετρελαίου, όπου η Τουρκία έχει υπερδιπλασιάσει τις εισαγωγές ρωσικού αργού μετά το 2022, αλλά πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο δευτερογενών κυρώσεων και περιορισμών στην πρόσβασή της στην αμερικανική αγορά.

Την ίδια στιγμή, παρά τις δηλώσεις περί «απεξάρτησης», η Άγκυρα συνεχίζει να παίζει διπλό παιχνίδι: Από τη μια διαπραγματεύεται αυξημένες εισαγωγές LNG –σε μεγάλο βαθμό και από τις ΗΠΑ– και ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής μέχρι το 2028, από την άλλη επιδιώκει να διατηρήσει όσο μπορεί τον ρωσοτουρκικό άξονα, ανακυκλώνοντας ρωσικό αέριο και πετρέλαιο μέσα από το τουρκικό σύστημα.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα υπόλοιπα «χαρτιά» του Ερντογάν γίνονται πλέον μειονέκτημα: Η στρατηγική σύμπλευση με την Κίνα, η εμμονή σε ειδικές σχέσεις με το Ιράν, το γεγονός ότι η Τουρκία κατηγορείται ως κεντρικό κέντρο δραστηριότητας της Χαμάς, όλα αυτά τραυματίζουν την εικόνα της Άγκυρας ως «αξιόπιστου» εταίρου της Δύσης.

Η Ανατολική Μεσόγειος, αντίθετα, διαμορφώνει έναν άλλο πόλο: Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ και Αίγυπτος, σε σύνδεση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, χτίζουν σταδιακά ένα πλέγμα αγωγών, LNG τερματικών, διασυνδέσεων ηλεκτρικής ενέργειας και ερευνών υδρογονανθράκων από το Ιόνιο μέχρι την κυπριακή ΑΟΖ. Πρόκειται για έναν άξονα που, όσο ενισχύεται, περιορίζει την ικανότητα της Τουρκίας να εκβιάζει την Ευρώπη με τον ρόλο του «αναντικατάστατου διαμεσολαβητή» ανάμεσα σε Ρωσία και Δύση.

Για την Ελλάδα, η συγκυρία είναι ιστορική: Η χώρα αναβαθμίζεται σε βασικό κόμβο τροφοδοσίας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με αμερικανικό LNG, σε μια περίοδο όπου η πολιτική απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια αποκτά ξανά γεωπολιτικό χαρακτήρα.

Το στοίχημα είναι να τρέξουν τα έργα υποδομής, να διασφαλιστεί σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο και να εδραιωθεί η εικόνα της Ελλάδας ως αξιόπιστου, δυτικού πυλώνα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εποχή που η Τουρκία μπορούσε να παίζει «και με τη Μόσχα και με την Ουάσιγκτον» τελειώνει και ο ενεργειακός χάρτης της περιοχής «γέρνει», όλο και πιο καθαρά, προς την πλευρά της Αθήνας.