Υπάρχει μια νέα μόδα στη δημόσια συζήτηση: να παρουσιάζεται η Ελλάδα σαν σκηνικό ταινίας τρόμου. Όσο πιο σκοτεινή η εικόνα, τόσο πιο βαρύγδουπη η «ανάλυση». Αν ο κόσμος δουλεύει, λένε ότι εξαντλείται. Αν η οικονομία προχωρά, την εμφανίζουν σαν χάρτινο οικοδόμημα έτοιμο να γκρεμιστεί. Αν η κοινωνία αντέχει, τη ζωγραφίζουν σαν φυλακή.
Η συνταγή είναι παλιά: υπερβολή, μπόλικη απαισιοδοξία και μια δόση λυρισμού για να δείχνει «σοβαρή». Το αποτέλεσμα; Κείμενα που θυμίζουν πιο πολύ ημερολόγιο κακής διάθεσης, παρά πολιτικό σχόλιο.
Η Γαλλία έχει κρίση; Άρα κι εμείς θα βυθιστούμε στο χάος. Ο Μακρόν πιέζεται; Άρα και η Αθήνα θα εκραγεί. Η λογική είναι τόσο απλή, όσο και γελοία: η Ευρώπη σαν καθρέφτης που δείχνει πάντα την πιο άσχημη εκδοχή μας. Καμία αναφορά σε διαφορές θεσμών, οικονομίας ή κοινωνικής ανθεκτικότητας. Μόνο πρόχειρες προβολές για να στηριχτεί το αφήγημα.
Κι όταν τα επιχειρήματα δεν φτάνουν, έρχεται η προσωποποίηση. Ειρωνείες, μπηχτές, φτηνά χτυπήματα σε κυβερνητικά στελέχη, λες και η χώρα κρέμεται από μια ατάκα σε ραδιοφωνική συνέντευξη. Η πολιτική μικραίνει, γίνεται κουτσομπολιό, για να χωρέσει σε λίγες αράδες δηθεν «αποκάλυψης».
Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα δεν θυμίζει σε τίποτα το σκηνικό που περιγράφουν. Σταθερή κυβέρνηση, έργα που προχωρούν, μεταρρυθμίσεις που αλλάζουν τοπίο σε υγεία, παιδεία και υποδομές. Όχι, δεν είναι παράδεισος. Αλλά δεν είναι και το θρίλερ που κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι ζούμε.
Γιατί λοιπόν όλη αυτή η μανία με τη μιζέρια; Απλό: ο φόβος πουλάει πιο εύκολα από την πρόοδο. Η καταστροφή τραβάει περισσότερα βλέμματα από την κανονικότητα. Κι έτσι χτίζεται μια βιομηχανία καταστροφολογίας, που τρέφεται από την υπερβολή και αγνοεί πεισματικά την πραγματικότητα.
Το ερώτημα είναι ποιον εξυπηρετεί. Γιατί σίγουρα όχι τον πολίτη που θέλει να ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει. Εκείνον τον αφήνουν στο σκοτάδι, για να γεύεται κάθε μέρα λίγο από την Αποκάλυψη που κάποιοι βιάζονται να του σερβίρουν.