Η λέξη «Schadenfreude» (στα ελληνικά «χαιρεκακία») χαρακτηρίζει τον γερμανικό ψυχισμό πριν και μετά από τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Είναι συγχρόνως πηγή ευχαρίστησης και δυστυχίας για το λεγόμενο γερμανικό «θαύμα», γενικά το μοντέλο ανάπτυξης της τρίτης σε ισχύ χώρας στην παγκόσμια οικονομία.
Στην Ελλάδα την ίδια λέξη τη μάθαμε με… την «κατσίκα του γείτονα», αλλά προφανώς τα μεγέθη είναι εντελώς διαφορετικά. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να εξεταστεί σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο η επόμενη ημέρα των εκλογών, πάντα σε σχέση με την εκλογική άνοδο της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς.
Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι η κατάσταση θα χειροτερεύσει μετά τις 23 Φεβρουαρίου. Αυτή η αντίληψη τροφοδοτείται από την επιθυμία να καταρρεύσει ο μύθος που θέλει τη Γερμανία να κυριαρχεί στην Ευρώπη και να αντικατασταθεί –όπως θέλουν τα εναλλακτικά σχήματα των άκρων– από ένα διαφορετικό μοντέλο πολιτικής.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αναμφισβήτητο ότι κάτι έχει συμβεί στον κόσμο και στη Γερμανία κι αυτό εξηγεί το τέλος του γερμανικού θαύματος. Το ρωσικό αέριο, η κινεζική αγορά και η «Pax Americana» έδωσαν στη γερμανική βιομηχανία ένα μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που τώρα βαίνει μειούμενο.
Η κακή ψηφιοποίηση, οι κακές υποδομές, η έλλειψη ανανέωσης του οικονομικού μοντέλου της και το αδύναμο χρηματοπιστωτικό σύστημα αναφέρονται συχνά ως οι λόγοι που καθιστούν δυσοίωνο το μέλλον της Γερμανίας.
Εξαρτάται από τις εξαγωγές
Αλλωστε πρέπει να τονιστεί ότι η Γερμανία αναπτύσσεται μόνο όταν έχει πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών. Δηλαδή, εξαρτάται από τις εξαγωγές, που πρέπει να αυξηθούν με ρυθμούς συγκρίσιμους με τους γείτονές της, ακόμη και αν αποφύγουν την είσοδο σε ύφεση, όπως συνέβη τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτή η εξάρτηση καθιστά τη Γερμανία εξαιρετικά ευάλωτη στις αλλαγές που συντελούνται στο διεθνές περιβάλλον, τόσο λόγω της ανόδου της Κίνας όσο και της επιδείνωσης του πολυμερούς διεθνούς συστήματος.
Αυτές όμως οι δυσκολίες μεταφράζονται σε κίνδυνο για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Γερμανία αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 24% του ΑΕΠ της ΕΕ. Η κρίση τους είναι δική μας, τόσο ως προς την οικονομία όσο και ως προς τις πολιτικές εξελίξεις.
Υπάρχει και κάτι ακόμα: η Γερμανία, παρά την αύξηση των ποσοστών της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς, διαθέτει λειτουργική πολιτική τάξη. Η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά –κάτι σπάνιο στην Ελλάδα και γενικά στην Ευρώπη– διασφαλίζουν σταθερές κυβερνητικές συμφωνίες.
Το αποτέλεσμα των εκλογών μπορεί να χαρακτηρίζεται αναμενόμενο, αλλά από την ερμηνεία του θα εξαρτηθεί και η σημασία του για την ΕΕ. Το βέβαιο είναι ότι το κεντροδεξιό CDU θα προτείνει τον Φρίντριχ Μερτς ως καγκελάριο και με την αποχώρηση από την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών του Όλαφ Σολτς θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης του λεγόμενου «μεγάλου συνασπισμού».
Χρήζει προσοχής ότι το μοντέλο της Γερμανίας διαφέρει από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μια και εκεί η οικονομία καθορίζεται κυρίως από τους νόμους και λιγότερο από τις αγορές. Αυτό το μοντέλο φαίνεται πλέον αδύναμο να ανταγωνιστεί τον δυναμισμό της κινεζικής και της αμερικανικής οικονομίας.
Για το γερμανικό μοντέλο, που έχει πολλά κράτη-μέλη αλλά και την ίδια την ΕΕ, το μήνυμα των εκλογών είναι ότι χρειάζεται μεταρρύθμιση. Όλοι οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται από την ικανότητα της Γερμανίας να αλλάξει. Στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο μέρος της επιθυμίας του παγκόσμιου πολιτισμού να παραμείνει αυτό που ήταν, χωρίς να εγκαταλείψει το μέλλον, εξαρτάται από αυτό.
Φαίνεται απίθανο εγχείρημα. Αλλά αυτό θα καταστεί αδύνατο, εάν οι Γερμανοί εταίροι μας αποτύχουν να αλλάξουν και να πρωτοστατήσουν. Αυτή είναι η σημασία των χθεσινών εκλογών στη Γερμανία και των διαπραγματεύσεων που θα προκύψουν από τα αποτελέσματά τους. Οι Βρυξέλλες, και μαζί σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, περιμένουν το Βερολίνο.