Η δραματική προειδοποίηση Μπαϊρού, τον περασμένο Ιούλιο, για κρίση τύπου Ελλάδας στη χώρα του άνοιξε έναν κύκλο συζητήσεων, συγκρίσεων και παραλληλισμών. Η αφετηρία, ωστόσο, της γαλλικής και της ελληνικής κρίσης έχει πολλές διαφορές, αλλά και ένα ευαίσθητο κοινό σημείο: την αμφίδρομη σχέση της κοινωνικής αποσταθεροποίησης και υποβάθμισης της εμπιστοσύνης, με τη συνταγή της υπερβολικής λιτότητας και τη βαθιά, παρατεταμένη ύφεση.

Η γαλλική κρίση εμπιστοσύνης και η ελληνική ανάκτηση της αξιοπιστίας

Η Ελλάδα είχε εγκλωβιστεί σε βαθιά ύφεση, γεγονός που ανάγκασε ακόμη και το ΔΝΤ να πει το γνωστό «mea culpa» του 2013, καλύπτοντας τις ευρωπαϊκές αδυναμίες. Η γαλλική κρίση του 2025 δεν είναι ζήτημα ταμειακής αδυναμίας. Είναι καθαρά κρίση εμπιστοσύνης. Μία ευρωκρίση, με τοξικές αλλοιώσεις στους θεσμούς και στις αξίες. Το καυστικό πρωτοσέλιδο της «Libération», τη στιγμή που η χώρα ζει τη μεγαλύτερη ίσως πολιτική περιδίνησή της στα χρόνια της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, είναι ενδεικτικό: «Οι ανίκανοι», με τους Εμανουέλ Μακρόν, Σεμπαστιάν Λεκορνί και Μπρουνό Ρεταγιό –έναν συντηρητικό πολιτικό του οποίου η δημόσια αντίθεση στη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν καθοριστική για την κατάρρευση της κυβέρνησης– να φιγουράρουν ως οι έχοντες την ευθύνη.

Η Ελλάδα με κόπο, θυσίες και περιπέτειες βρήκε βηματισμό γιατί κατάφερε να επαναφέρει και να εδραιώσει όρους και συνθήκες πολιτικής ομαλότητας και σταθερότητας. Να ανακτήσει τη θεσμική και κοινωνική της αξιοπιστία. Ξεπέρασε –με κόστος, είναι αλήθεια– τις συμπληγάδες και τις σειρήνες του λαϊκισμού και του πολιτικού τυχοδιωκτισμού, άντεξε στον εμφύλιο που κήρυξαν οι θαυμαστές της κυβερνώσας Αριστεράς με τα νταούλια στις αγορές και πέρασε δειλά δειλά στην αντεπίθεση.

Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, με ΑΕΠ που ξεπερνά τα 3 τρισ. ευρώ, δηλαδή περίπου δεκαπλάσιο από το ελληνικό, διατηρεί το έλλειμμα στο -5,4% του ΑΕΠ και το χρέος, αντί να μειώνεται, αυξάνεται από 113% του ΑΕΠ το 2024 σε 116,5% το 2025 και αναμένεται να φθάσει στο 121,5% το 2027.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια τελείως διαφορετική φάση του κύκλου της. Με ΑΕΠ περίπου 220 δισ. ευρώ και μείωση του ελληνικού χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες από το 2020.

Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τα οικονομικά μεγέθη. Η σταθερότητα της Γαλλίας είναι κομβική για ολόκληρη την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, και οι πειραματισμοί Μακρόν δεν δείχνουν τάση αντιμετώπισης της κρίσης. Μάλλον ρίχνουν νερό στον μύλο του χάους και της ακροδεξιάς μηχανής της Λεπέν. Διευρύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και τη φτώχεια.

Το success story της Ελλάδας είναι πρωτίστως πολιτικό

Το 2024 ένα άρθρο γνώμης στους «Financial Times», που υπογράφει ο αρθρογράφος Chris Giles, αναλύει πώς η πολιτική κρίση στη Γαλλία αναδεικνύει το success story της Ελλάδας και την αξία των σταθερών μεταρρυθμίσεων στην «περιφέρεια» της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «όταν το κόστος δανεισμού της Ελλάδας έπεσε κάτω από αυτό της Γαλλίας τον προηγούμενο μήνα, η προσοχή στράφηκε στην πολιτική αναταραχή. Χωρίς αμφιβολία, η πτώση της γαλλικής κυβέρνησης μετά την αποτυχημένη προσπάθειά της να περάσει έναν προϋπολογισμό δείχνει δυσλειτουργία στο Παρίσι. Όμως, το πραγματικό στόρι βρίσκεται αλλού και δεν είναι άλλο από την εκπληκτική επιτυχία των χωρών που αποκαλούσαμε υποτιμητικά “περιφέρεια” της Ευρωζώνης μία δεκαετία μετά την κρίση χρέους».

Αντί η Ελλάδα να βυθιστεί στη δυστυχία και τη μιζέρια της και να υποφέρει στη «φυλακή του χρέους», καταδικασμένη σε μόνιμη λιτότητα και φτώχεια, όπως προέβλεπε το 2015 ο τότε υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, η ελληνική οικονομία κατάφερε να αναπτυχθεί ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και να πετύχει τα πρωτογενή πλεονάσματα προϋπολογισμού που απαιτούσαν οι πιστωτές της στα προγράμματα διάσωσης.

Από την παραμονή της πανδημικής κρίση το 2019 έως το 2024 τα στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε πάνω από 11% στην Ελλάδα, γύρω στο 7% στην Ιταλία και την Πορτογαλία και σχεδόν 4% στην Ισπανία. Η Γαλλία δείχνει ανάπτυξη χαμηλότερη του 2% και στη Γερμανία είναι αρνητική», επισημαίνεται στις παρατηρήσεις του αρθρογράφου των «FT».

Οπως γίνεται αντιληπτό, οι όροι πολιτικής σταθερότητας που διαμορφώθηκαν στη χώρα αποτέλεσαν το συστατικό της επιτυχίας και των διακρίσεων της ελληνικής οικονομίας, με πιο πρόσφατη την επιστροφή του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ανεπτυγμένες αγορές. Του ελληνικού Χρηματιστηρίου που για πρώτη φορά από το 2013-2015, όταν και είχε υποβαθμιστεί απ’ όλους τους οίκους στις αναδυόμενες αγορές, επιστρέφει στο γκρουπ των «μεγάλων» μετά την αναβάθμιση από τον οίκο FTSE Russell. Το μεγαλύτερο επίτευγμα, ωστόσο ,είναι οι ελεύθεροι δίοδοι πλέον μιας κοινωνικής πολιτικής, με επίκεντρο τον άνθρωπο και τις καθημερινές ανάγκες του.