Υπάρχουν σελίδες της ιστορίας που δεν κιτρινίζουν ποτέ, και το Πολυτεχνείο είναι μια από αυτές. Κάθε 17 Νοέμβρη γεννιέται ξανά το μεγάλο ερώτημα: πόσο ιδεαλιστές είμαστε; Πόσο σταθεροί στις αξίες και στα πιστεύω μας; Και άραγε, θα είχαμε το θάρρος να υπερασπιστούμε την αξιοπρέπεια και τις αξίες μας όπως τότε, μπροστά στο ενδεχόμενο ενός νέου στρατιωτικού πραξικοπήματος σαν εκείνου που επέβαλε η χούντα των συνταγματαρχών;
Για εμάς τους πιο σιτεμένους, οι πληγές της χούντας και του Πολυτεχνείου δεν έχουν επουλωθεί, ακόμη κι ας πέρασαν 52 χρόνια. Το πατρογονικό μου σπίτι βρισκόταν λίγα μέτρα από το σημερινό Πάρκο Ελευθερίας, εκεί όπου λειτουργούσε το διαβόητο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ήμουν μόλις 7 χρονών και θυμάμαι ακόμη τις φωνές των ανθρώπων που ούρλιαζαν από πόνο, τα τανκς μπροστά στο Πολυτεχνείο και τον πατέρα μου να προσπαθεί, κλαίγοντας, να μου εξηγήσει τι συνέβαινε.
Η «σκοτεινή αρχιτεκτονική» της δικτατορίας –κτήρια φτιαγμένα να τρομάζουν, να απομονώνουν, να διαλύουν ψυχές και σώματα– παραμένει μια από τις μεγαλύτερες ντροπές της σύγχρονης ιστορίας μας. Από το 1967 έως το 1974, πάνω από 90.000 άνθρωποι συνελήφθησαν. Οι περισσότεροι υπέστησαν βασανιστήρια όπως ξυλοδαρμούς, ηλεκτροσόκ, εικονικές εκτελέσεις, εξευτελισμούς. Ίσως αριθμητικά να φαίνονται λίγοι σε σχέση με τον πληθυσμό, αλλά ήταν αρκετοί για να σώσουν την τιμή και την αξιοπρέπεια ενός λαού που έχει χύσει πολύ αίμα για την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Φοιτητές, εργάτες, μαθητές και δημοκρατικοί πολίτες βρέθηκαν σε ανήλιαγα κελιά, σε φυλακές όπως του Ωρωπού και της Αβέρωφ, σε νησιά εξορίας όπως η Γυάρος και η Λέρος για τα ιδεώδη τους και τη δημοκρατία.
Στο ΕΑΤ–ΕΣΑ, στην Μπουμπουλίνας, στα άλλα «κρυφά κολαστήρια» της επταετίας, τα ουρλιαχτά των κρατουμένων δεν ήταν ένας ατομικός πόνος. Ήταν η πιο ωμή απόδειξη ότι η χούντα επιδίωκε –με κάθε μέσο– να ταπεινώσει, να συντρίψει, να φτιάξει έναν πολίτη σκυφτό, φοβισμένο, μικρό, κλεισμένο στο καβούκι του και απόλυτα διαχειρίσιμο και προβλέψιμο.
Κι όμως, η δύναμη της ψυχής όσων άντεξαν παραμένει σήμερα συγκλονιστική. Κάποιοι βγήκαν ζωντανοί αλλά ανεξίτηλα σημαδεμένοι και άλλοι δεν γύρισαν ποτέ. Όλοι όμως έγιναν φάρος για τις επόμενες γενιές, για όσα κερδήθηκαν βήμα βήμα στη συνέχεια.
Μια χούφτα άοπλων νέων διάλεξαν να σταθούν απέναντι σε τανκς και να αναμετρηθούν με το σώμα τους και μια ψυχή φωτεινή σαν τον ήλιο. Η εξέγερση δεν ανήκει σε κανένα κόμμα. Ανήκει σε όλους μας, σε κάθε άνθρωπο που ξέρει ότι η δημοκρατία δεν χαρίζεται, γιατί κερδίζεται και υπερασπίζεται. Γι’ αυτό η μνήμη έχει τόσο μεγάλη αξία.
Η ετήσια πορεία του Πολυτεχνείου δεν είναι πεδίο μάχης ούτε σκηνικό για πολιτικές σκοπιμότητες. Είναι μια σιωπηλή υπόσχεση ότι δεν θα επιτρέψουμε να ξαναστηθούν τέτοια κελιά και ότι δεν θα ξανακουστούν τέτοιες κραυγές πουθενά ανά τον κόσμο.
Είναι υψίστης σημασίας η πορεία να ολοκληρωθεί ειρηνικά. Σε μια ιδανική συνθήκη, σε μια κοινωνία που τιμά πραγματικά τη μνήμη εκείνων των ημερών, θα θέλαμε αυτή η επέτειος να κυλά πάντα χωρίς να χρειάζεται αστυνόμευση, με «πυξίδα» τον σεβασμό στη βαρύτητα της ιστορικής μνήμης.
Σε μια ιδανική συνθήκη, η 17η Νοέμβρη θα ήταν μια μέρα που «προστατεύεται» κυρίως από την ωριμότητα και την υπευθυνότητα όλων μας, μια μέρα όπου η ίδια η μνήμη θα αρκούσε για να διασφαλίσει την ηρεμία και τον σεβασμό που της αξίζουν, μια μέρα όπου αστυνομικοί και πολίτες θα στέκονταν στην ίδια πλευρά με κοινό στόχο τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης.
Όλα τα κόμματα έχουν την ευθύνη να αναγνωρίσουν ότι η μνήμη του Πολυτεχνείου είναι κοινό κτήμα και όχι αφορμή για μικροκομματικούς ανταγωνισμούς. Κι εμείς, ως κοινωνία, έχουμε χρέος να κρατήσουμε αυτή τη μέρα ψηλά, όπως της αρμόζει μακριά από τον εύκολο διχασμό.
Στο τέλος, όλα επιστρέφουν σε δύο απλές λέξεις: Δεν ξεχνώ.
Δεν ξεχνώ τη σκοτεινή αρχιτεκτονική της χούντας.
Δεν ξεχνώ τις κραυγές πίσω από τους τοίχους.
Δεν ξεχνώ τη δύναμη όσων στάθηκαν όρθιοι όταν όλα γύρω τους τούς πίεζαν να γονατίσουν.
Αν κρατήσουμε ζωντανή αυτή τη μνήμη και αν προστατέψουμε την 52η επέτειο από τη μικρότητα, τότε το Πολυτεχνείο θα συνεχίσει να μάς αφορά όχι απλώς ως κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας μας, αλλά ως πυξίδα για το πώς θέλουμε να ζούμε σε αυτή τη χώρα.