Από το ενάμιση κόμμα, όπως χαρακτηρίστηκαν τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας από τη μια πλευρά και αυτά των ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ από την άλλη, περάσαμε στο ένα κόμμα, αυτό της κυβερνώσας παράταξης. Διότι από εκεί και πέρα μόνον ως κόμματα διαμαρτυρίας μπορούν να χαρακτηριστούν όλα τα υπόλοιπα.
Αυτό που συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚτις λίγες αυτές πρώτες ημέρες της λειτουργίας της Βουλής, μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου είναι χαρακτηριστικό. Δύο νομοσχέδια πήγαν έφτασαν στην Ολομέλεια και τα δύο ανέδειξαν όχι απλά τις αδυναμίες τους αλλά την λογική που επικρατεί και που παραπέμπει σε κόμματα που δεν ασχολούνται με την αντιπολίτευσης ως κεντρικό ρόλο του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά σε αυτά που κινούνται στα όρια της κινηματικής τακτικής.
Η ψήφος των αποδήμων
Το ένα νομοσχέδιο, που πλέον αποτελεί νόμο του κράτους, ήταν κεντρικής πολιτικής σημασίας αφού αφορούσε τη δυνατότητα των αποδήμων να ψηφίζουν στον τόπο καταγωγής τους. Όχι το δικαίωμα ψήφου. Αυτό το έχουν ούτως ή άλλως και μπορούν, όσοι είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, να έρχονται και να ψηφίζουν στην Ελλάδα.
Σε αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είπε όχι. Η δικαιολογία απίστευτη. Ακόμη χειρότερη η προσπάθεια στελεχών του να πείσουν πως αυτός ο νόμος προκαλεί «εθνικό διχασμό». Ναι το είπαν αυτό στελέχη του, ενδεικτική η δήλωση του Γιάννη Ραγκούση. Είπαν ακόμη ότι θα αλλοιώσει το πολίτευμα και το αποτέλεσμα των εκλογών. Αυτό να ψηφίσουν στο εξωτερικό. Αν έρθουν στην Ελλάδα και ψηφίσουν όχι.
Το ΠΑΣΟΚ είπε ναι. Με επιφυλάξεις. Και κατηγόρησε την κυβέρνηση πως κινείται με μικροκομματικά και μικροπολιτικά κριτήρια. Τα σχόλια είναι περιττά.
Αυξήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους
Το άλλο νομοσχέδιο είναι αυτό του υπουργείου Οικονομικών που περιλαμβάνει τις αυξήσεις για τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους. Και όχι μόνο, αφού όπως τόνισε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε αυτό έχει συμπεριληφθεί το 50% περίπου των προεκλογικών δεσμεύσεων του ίδιου και του κόμματός του.
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά δήλωσε πως ψηφίζει το νομοσχέδιο επί της αρχής. Επισήμως το δήλωσε ο αγορητής του για να πάει στη συνέχεια ο Σωκράτης Φάμελλος και να τον διαψεύσει υποστηρίζοντας ότι το κόμμα του δεν θα ψηφίσει επί της αρχής αλλά ορισμένες διατάξεις.
Το έκανε λίγο μετά τη δημοσιοποίηση της στάσης του ΠΑΣΟΚ. Υπάρχει κάποια σύνδεση; Ή μήπως κάποιος τράβηξε τ αυτιά της προσωρινής ηγεσίας του κόμματος για τη στάση της; Μήπως δηλαδή κάποιος εντός ή και –προσωρινά- εκτός συνόρων εξέφρασε τη διαφωνία του με έντονο τρόπο έχοντας τη δυνατότητα να παρεμβαίνει;
Το ΠΑΣΟΚ τώρα του Νίκου Ανδρουλάκη είπε όχι επί της αρχής. Ο ίδιος ο πρόεδρος του κόμματος πήγε στη Βουλή για να πει πως δεν ψηφίζει το νομοσχέδιο αλλά κάποιες διατάξεις γιατί είναι… αλυσιτελές. Δεν λύνει τα προβλήματα και συντηρεί την επιδοματική πολιτική.
Και κάπου εκεί σταμάτησε για να ασχοληθεί με τις… παρακολουθήσεις. Μεγάλο μέρος της ομιλίας του αφορούσε την παρακολούθησή του, μια υπόθεση που βρίσκεται στα χέρια της δικαιοσύνης τα πορίσματα της οποίας αναμένονται.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης πήγε στη Βουλή για να επιτεθεί στην κυβέρνηση. Ενδεχομένως να επιχείρησε να… αμβλύνει τις εντυπώσεις από την σύμπλευση αναφορικά με την ψήφο των αποδήμων και να απευθύνθηκε με αυτόν τον τρόπο στο εσωτερικό κοινό. Αυτό που μοιράζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ και θέλει να αποσπάσει από αυτόν.
Γίνεται όμως έτσι αντιπολίτευση; «Σοβαρή» όπως την βαπτίζουν και οι μεν του ΣΥΡΙΖΑ και οι δε του ΠΑΣΟΚ; Διότι αν από τις πρώτες ημέρες της νέας κυβερνητικής θητείας παρατηρούνται αυτά τα φαινόμενα τότε το μέλλον προοιωνίζεται… δυσοίωνο. Και η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή αντιπολίτευση όπως χρειάζεται και ισχυρή κυβέρνηση. Το δεύτερο το απέκτησε το πρώτο αναζητείται.