Η Γαλλία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, καθώς η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού προγραμματίζει ψηφοφορία εμπιστοσύνης στη Βουλή στις 8 Σεπτεμβρίου. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο να χάσει την πλειοψηφία της, ενώ η αντιπολίτευση εμφανίζεται ενωμένη και αποφασισμένη να ανατρέψει την τρέχουσα διακυβέρνηση, μόλις λίγους μήνες μετά τον σχηματισμό της.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει ενταχθεί στις φωνές αντίδρασης, συντασσόμενο με τους Πράσινους και το ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό. Χωρίς τη στήριξή τους, η κυβέρνηση Μπαϊρού δεν διαθέτει τα αναγκαία ερείσματα για να παραμείνει στην εξουσία, θέτοντας σε σοβαρό κίνδυνο το πολιτικό μέλλον της χώρας.
Παρά τη θέση της Γαλλίας ως πυλώνα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, οι δημόσιες οικονομίες της δείχνουν σημάδια πίεσης. Η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται, ενώ το έλλειμμα προβλέπεται να παραμείνει υψηλό, προκαλώντας ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Ο υπουργός Οικονομικών, Έρικ Λομπάρντ, προειδοποίησε ότι η χώρα μπορεί να χρειαστεί στήριξη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κάτι που θα συνιστούσε πλήγμα για τη διεθνή εικόνα της Γαλλίας.
Ταυτόχρονα, το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό εντείνει την πίεση. Το κίνημα «Essentiels» έχει προγραμματίσει διαδηλώσεις για τις 10 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες μετά την κρίσιμη ψηφοφορία, με εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή ρητορική. Το κίνημα έχει ήδη συγκεντρώσει την υποστήριξη των «κίτρινων γιλέκων» και άλλων κοινωνικών συλλογικοτήτων, δημιουργώντας πρόσθετη πίεση στην κυβέρνηση.
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει τονίσει ότι τα «χρόνια της αφθονίας έχουν τελειώσει» και ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης. Οι προτάσεις λιτότητας, όπως η κατάργηση δύο δημόσιων αργιών, έχουν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, καθιστώντας το πολιτικό τοπίο ιδιαίτερα εύθραυστο. Η προοπτική πρόωρων εκλογών ή αλλαγής κυβέρνησης παραμένει ορατή, ενώ η χώρα κινείται σε ένα κρίσιμο και αβέβαιο σταυροδρόμι.
