Η είδηση από το Νεπάλ έπεσε σαν κεραυνός στους εγχώριους επαναστάτες του καναπέ. Βίντεο με οδοφράγματα, νέους στους δρόμους, δακρυγόνα, φωτιές, ένα έτοιμο σκηνικό που ξυπνά στον Έλληνα αριστερό τα πιο τρυφερά του ένστικτα. «Να, κοίτα», φώναζαν στα κοινωνικά δίκτυα, «η γενιά Ζ εξεγείρεται, οι λαοί δεν σκύβουν το κεφάλι!» Ένα πρόβλημα μόνο: οι διαδηλωτές δεν τα έβαλαν με κάποιον δεξιό «νεοφιλελεύθερο δυνάστη», αλλά με την κυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Νεπάλ.
Εδώ αρχίζει η αμηχανία. Γιατί το σενάριο δεν ταιριάζει στο πρόχειρο manual της ελληνικής αριστεράς. Πώς να χειροκροτήσεις νέους που ξεσηκώνονται ενάντια στους «συντρόφους»; Πώς να εξηγήσεις ότι τα δακρυγόνα δεν τα έριξε καμία μισητή δεξιά αστυνομία, αλλά μια «προοδευτική» κυβέρνηση που κατηγορείται για διαφθορά και αυταρχισμό; Η εύκολη λύση είναι η επιλεκτική τύφλωση: πανηγυρίζουμε για την εξέγερση, αποσιωπούμε ποιος κυβερνούσε.
Η ειρωνεία είναι ότι οι ίδιοι που στην Ελλάδα βλέπουν παντού «φασισμούς» και «χουντικές πρακτικές» αδυνατούν να αναγνωρίσουν τα πραγματικά φαινόμενα όταν προέρχονται από κόκκινο μανδύα. Τους αρκεί η εικόνα του δρόμου, η αίσθηση της αναταραχής, δεν τους απασχολεί το πλαίσιο. Όσο περισσότερο καίγεται το σκηνικό, τόσο πιο άνετα νιώθουν, λες και η πολιτική είναι ταινία δράσης.
Και όμως, το Νεπάλ υπήρξε μάθημα πολιτικής ωριμότητας. Μια κοινωνία που κουράστηκε να βλέπει «επαναστάτες» να μετατρέπονται σε καθεστωτικούς. Νέοι που σήκωσαν κεφάλι απέναντι σε αυτούς που υποτίθεται θα τους προστάτευαν από τη διαφθορά. Αν αυτό δεν είναι πραγματική πολιτική ενηλικίωση, τότε τι είναι;
Με λίγα λόγια, πανηγυρίσατε για μια εξέγερση που στράφηκε εναντίον των δικών σας. Σπάνια η αυτογελοιοποίηση φτάνει σε τέτοια ύψη.