Γράφει η Ερση Παπαδάκη
Ολο και πιο φανερή γίνεται όσο πλησιάζουμε προς τις κάλπες της 25ης Ιουνίου η έλλειψη στρατηγικής και η ένδεια επιχειρημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το στραπάτσο που υπέστη το προφίλ και ο συνολικός σχεδιασμός της ηγετικής ομάδας από τη βαριά ήττα της 21ης Μαΐου. Με αμήχανο τρόπο πλέον ακόμη και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας επιχειρεί να σώσει ό,τι περισσότερο μπορεί και κυρίως να κρατήσει τους λιγοστούς ψηφοφόρους που απέμειναν στην αγκάλη της Κουμουνδούρου, καθώς βλέπει μπροστά του το βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες σενάριο που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέφει στα επίπεδα του 3-4% και το ΠΑΣΟΚ ν’ αποκτά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης – ασχέτως αν στην πραγματικότητα και ο Νίκος Ανδρουλάκης με τη σειρά του επιζητεί να γίνει... Τσίπρας στη θέση του Τσίπρα, όπως σχολίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ποιο είναι λοιπόν το αφήγημα που επιστρατεύει η ηγετική ομάδα της Κουμουνδούρου εν όψει της εκλογικής μάχης; Η απάντηση είναι ένας ισχυρισμός που δεν αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τον αντίπαλό του και συγκεκριμένα τη Νέα Δημοκρατία, επισείοντας τον κίνδυνο «παντοδυναμίας» της στην περίπτωση που επαναληφθεί το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου και ο κ. Μητσοτάκης εξασφαλίσει έτσι μια ευρεία αυτοδυναμία. Η επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα ασφαλώς είναι διάτρητη, αγνοώντας ακόμη και το γεγονός ότι στο παρελθόν υπήρξαν κυβερνήσεις τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ που εξελέγησαν με πολύ μεγαλύτερα ποσοστά και όμως είχαν πολύ μικρότερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά κάθε άλλο παρά παντοδύναμες αποδείχθηκαν στην πράξη. Τόσο δηλαδή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1990 που πλήρωσε τον νόμο Κουτσόγιωργα και μια παραλλαγή της απλής αναλογικής όσο και ο Κώστας Σημίτης στη δεύτερη τετραετία του, με αποτέλεσμα να μην κατορθώσουν να καταγράψουν στην πράξη τη μεταρρυθμιστική ορμή που και οι δύο υπόσχονταν.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται
Ενδεχομένως δηλαδή ο κ. Τσίπρας να θεωρεί με απλοϊκή λογική ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Οτι δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης με μια κουτσουρεμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα είναι ευάλωτος σε πιέσεις και έτσι θα υποστεί γρήγορη και μη αναστρέψιμη φθορά. Ή ακόμη και ότι δεν θα καταφέρει να κερδίσει την αυτοδυναμία και θα υποχρεωθεί τότε να στραφεί αλλού για συνεργασίες, με τον ίδιο τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας να ξεκαθαρίζει στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ το βράδυ της Τρίτης ότι στην περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία δεν είναι αυτοδύναμη τότε θα προκηρύξει τρίτες εκλογές μέσα στον Αύγουστο – και την ευθύνη γι’ αυτό θα έχει ασφαλώς ο κ. Τσίπρας που επέλεξε να παίξει με την απλή αναλογική.
Είναι πάντως εντυπωσιακό ότι όλη η προεκλογική τακτική του κ. Τσίπρα και των στελεχών του είναι εστιασμένη στον... μπαμπούλα της «γαλάζιας» αυτοδυναμίας και όχι στις προγραμματικές θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Γεγονός ενδεικτικό των αδιεξόδων που βίωσε και πριν από τις εκλογές του Μαΐου ο οργανισμός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ουδέποτε θέλησε να τα παραδεχθεί και ν’ αντιμετωπίσει κατάματα την αλήθεια. Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο πορεύεται και τώρα, αδυνατώντας να δομήσει μια νέα στρατηγική. Αντιθέτως, εμμένει στη μιζέρια και στις βολές κατά των αντιπάλων του, έχοντας προφανώς συμβιβαστεί με την ιδέα της ήττας και πιθανότατα μίας ακόμη χειρότερης επίδοσης σε σχέση με αυτήν των εκλογών της 21ης Μαΐου.
Η αντίληψη αυτή ωστόσο παραγνωρίζει και μια άλλη αλήθεια που είναι βασική για την κατανόηση του πολιτικού περιβάλλοντος: ότι η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών είναι αυτή που προκρίνει την αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία και τον ισχυρό Μητσοτάκη στο τιμόνι της χώρας. Και αυτό δεν φαίνεται μόνο από το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου, αλλά και από όλες τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν σε βάθος χρόνου τον κ. Μητσοτάκη να υπερέχει συντριπτικά έναντι του κ. Τσίπρα σε όλα τα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς της δημοτικότητας και της λεγόμενης κυβερνησιμότητας (ή καταλληλότητας για την πρωθυπουργία). Ιδίως δε όταν η σύγκριση αυτή γίνεται σε δίπολο και όχι με ελεύθερες απαντήσεις για όλους τους πολιτικούς αρχηγούς. Οπότε, υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι μεν δικαιολογημένο το... παράπονο του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ για τη «γαλάζια» αυτοδυναμία και τον κ. Μητσοτάκη, αλλά την ίδια στιγμή δικαιολογεί τις πενιχρές εκλογικές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ, διότι αποδεικνύεται πως ουδεμία επαφή έχει με την πραγματικότητα.