Χαμένη υπόθεση φαίνεται να θεωρούν τους κεντρώους ψηφοφόρους Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Ανδρουλάκης. Η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτυπώθηκε στην κάλπη της 21ης Μαΐου και μάλιστα με ποσοστά ανάλογα εκείνων που κατέγραφαν οι δημοσκοπήσεις δείχνοντας την προτίμηση (και αυτών) των ψηφοφόρων στο πρόσωπο του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.

Ο κεντρώος χώρος είπε «Ναι» στην πρόταση Μητσοτάκη και στην ανάγκη διατήρησης της πολιτικής σταθερότητας και της ασφάλειας σε συνδυασμό με αυτήν για την ανάταξη και ανάπτυξη της χώρας μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Τα ποσοστά που έλαβε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερέβησαν το 40% και είναι ανάλογα με αυτά που είχε συνολικά το κόμμα του στις πρώτες εκλογές, που σημειωτέον (και αυτό δεν πρέπει να διαφεύγει συνολικά) έγιναν με απλή αναλογική.

Ο Αλέξης Τσίπρας και το… κέντρο

Στο πλαίσιο αυτό Τσίπρας και Ανδρουλάκης εμφανίζονται να έχουν ρίξει λευκή πετσέτα ως προς τη… διεκδίκηση των ψηφοφόρων του κέντρου. Ο Αλέξης Τσίπρας, έχοντας έρθει τρίτος και… καταϊδρωμένος, είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια πριν από τις εκλογές της 21ης Μαΐου. Η τακτική της πόλωσης και της τοξικότητας που ακολούθησε ήταν χαρακτηριστικές και αποτρεπτικές, από την πρώτη στιγμή, ως προς τους ψηφοφόρους του συγκεκριμένου χώρου.

Οι όποιες αναφορές του στη μεσαία τάξη και οι μισές συγγνώμες για τη φοροαφαίμαξη της περιόδου 2015 - 2019 δεν έτυχαν της παραμικρής ανταπόκρισης. Ήρθαν και οι δηλώσεις Κατρούγκαλου για τους ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά και αυτές της Θεανούς Φωτίου αναφορικά με τον ορισμό της μεσαίας τάξης με βάση το εισόδημα (μίλησε για 5.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα ανά άτομο σε μια οικογένεια) για να «ξεγυμνώσουν» δήθεν προγράμματα και να αποκαλύψουν λογικές που δύναται να επανέλθουν στο προσκήνιο.

Άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς το 2015, όταν κάποιοι ψηφοφόροι του κέντρου ψήφισαν… οργισμένοι για τα όσα είχαν γίνει, ουδέποτε ο χώρος αυτός και ουδέποτε ο εκπρόσωπός του, ο Αλέξης Τσίπρας, είχαν οποιαδήποτε σχέση με το κέντρο και τη μεσαία τάξη που, όπως έχει δηλώσει και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, υπέστη φοροαφαίμαξη εν γνώσει της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ (δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου).

Ο Ανδρουλάκης πέρασε τον Τσίπρα, αλλά…

Την 21η Μαΐου ο Νίκος Ανδρουλάκης «πέρασε» τον Αλέξη Τσίπρα. Ήρθε δεύτερος στον χώρο των κεντρώων ψηφοφόρων. Με βάση τις εκτιμήσεις, όμως, «χτύπησε ταβάνι». Δηλαδή έφτασε το ανώτατο όριο των ψήφων που μπορεί να πάρει από αυτόν τον χώρο. Αδυνατεί να προσελκύσει ποσοστό πέραν αυτού που έλαβε, αφού αδυνατεί να πείσει πως διαθέτει πρόγραμμα ικανό να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις τους.

Και όχι μόνον αυτό: πολλοί εκ των πολιτών που επέλεξαν το ΠΑΣΟΚ και προέρχονται από το κέντρο είναι πιθανόν να στραφούν στη Νέα Δημοκρατία προκειμένου να καταστεί εφικτός ο σχηματισμός μιας αυτοδύναμης και σταθερής κυβέρνησης, έχοντας διαπιστώσει επίσης ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν προτίθεται να συναινέσει σε μια συνεργασία για να καταστεί εφικτή η ομαλή διακυβέρνηση της χώρας.

Έτσι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στρέφεται στην κεντροαριστερά και στους ψηφοφόρους που έμειναν στον Αλέξη Τσίπρα. Η πόλωση που επιδιώκει, οι υψηλοί τόνοι, η αντιγραφή, απ’ άκρη σ’ άκρη, της φρασεολογίας του επικεφαλής της Κουμουνδούρου επιβεβαιώνουν τη βασική του στόχευση. Όπως και ο ίδιος έχει δηλώσει, θέλει να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση στη θέσης της… αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Με το εγχειρίδιο του λαϊκισμού υπό μάλης έχει μπει στην κούρσα για τις δεύτερες κάλπες με γνώμονα τους ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς και το δείχνει. Και δεν είναι μόνο η φορομπηχτική λογική που διέπει τον ίδιο και τα στελέχη του. Είναι η φρασεολογία του. Οι προσωπικές επιθέσεις κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και οι ψευτομαγκιές, όπως το «θα τους βάλουμε τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι», που αποτυπώνουν τη λαϊκίστικη λογική.

Μια λογική δεκαετίας του 1980. Για την κακιά δεξιά, που όμως πλέον είναι κυρίαρχη στο μεγαλύτερο κομμάτι του αποκαλούμενου δημοκρατικού τόξου. Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη κυρίαρχο στο κομμάτι δεξιά, κεντροδεξιά και κέντρο.