«Αφού ο ελληνικός λαός εξέφρασε -και ιδιαίτερα ηχηρά μάλιστα- την προτίμησή του για μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το διακύβευμα είναι η ισχυρή αυτοδυναμία», τονίζει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υποψήφιος βουλευτής Νοτίου Τομέα της Νέας Δημοκρατίας, Χάρης Θεοχάρης για το κεντρικό δίλημμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου.
Επισημαίνει ότι το αποτέλεσμα της προηγούμενης κάλπης αποδεικνύει ότι «ο ελληνικός λαός επιθυμεί διακαώς να αφήσει οριστικά πίσω του το λαϊκισμό, τα ψέματα και τις κωλοτούμπες, τις ολέθριες ακροβασίες με τον δήθεν αντιευρωπαϊσμό, τους αδιέξοδους και επιζήμιους διχασμούς».
«Επίσης, στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλάται η άρνηση του σημερινού Έλληνα και της σημερινής Ελληνίδας να παρασυρθεί από την τοξικότητα των μηνυμάτων του συγκεκριμένου κόμματος, από μια προπαγάνδα η οποία προέβαλε μια Ελλάδα βουτηγμένη στη μιζέρια, μια Ελλάδα όμως που υπάρχει μόνο στο μυαλό του κ. Τσίπρα, επειδή αυτό πιστεύει ότι τον εξυπηρετεί στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να γίνει ξανά πρωθυπουργός» προσθέτει.
Τέλος ο κ. Θεοχάρης εκτιμά ότι «η ισχυρή αυτοδυναμία της κυβέρνησης είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για την πολιτική σταθερότητα» και υπογραμμίζει ότι μια ισχυρή, αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με το ήθος και την προσήλωση στο καθήκον που εκφράζει πρώτος από όλους ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ανεχθεί κρούσματα αλαζονείας.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του υποψήφιου βουλευτή νότιου τομέα της ΝΔ Χάρη Θεοχάρη:
ΕΡ: Στην τελική ευθεία προς τις κάλπες της 25η Ιουνίου υπάρχει κάτι που σας φοβίζει;
ΑΠ: Το μόνο που θα μπορούσε να με ανησυχεί και να με προβληματίζει είναι η παραδοξότητα, που δημιούργησε στη χώρα η ατυχής έμπνευση του κ. Τσίπρα να καθιερώσει το σύστημα της απλής αναλογικής. Δηλαδή, το να έχεις κερδίσει τις εκλογές με διαφορά 20 ποσοστιαίων μονάδων, όπως έγινε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία στις 21 Μαΐου και παρόλ' αυτά να καλείς τον ελληνικό λαό ξανά στις κάλπες. Κι έτσι γεννάται μια δεύτερη πηγή ανησυχίας, αυτή του εφησυχασμού. Ο κίνδυνος της χαλάρωσης. Το να επικρατήσει η αίσθηση ότι δε χρειάζεται να ψηφίσει κάποιος στις 25 Ιουνίου, ότι η έκβαση είναι δεδομένη, ότι όλα έχουν κριθεί κ.λπ. Ωστόσο, δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη, καθώς το αποτέλεσμα της πρώτης εκλογής είναι ως μη γενόμενο. Ξεκινάμε με άδεια κάλπη και το καλό της πατρίδας επιβάλει να προσέλθουμε για ακόμη μία φορά στα εκλογικά κέντρα ώστε να εκπληρώσουμε το καθήκον μας ως Έλληνες πολίτες.
ΕΡ: Ποιο είναι το διακύβευμα της εκλογικής αναμέτρησης της 25ης Ιουνίου;
ΑΠ: Το κεντρικό ερώτημά μας πριν από τις εκλογές της 21ης Μαΐου ήταν το δίλημμα «πρόοδος ή οπισθοδρόμηση;», το εάν επιθυμούμε να προχωρήσουμε στο δρόμο της ανάπτυξης και της ευημερίας ή προτιμούμε να θέσουμε ξανά την Ελλάδα στο μονοπάτι του τυχοδιωκτισμού, των ακροβασιών με την οικονομία, τις επενδύσεις, την ανεργία και τα εθνικά θέματα, το μεταναστευτικό κ.λπ. Στην ουσία τους, τα θεμελιώδη και κρίσιμα διλήμματα για το μέλλον της πατρίδας μας παραμένουν ίδια για τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών. Απλώς τώρα, αφού ο ελληνικός λαός εξέφρασε -και ιδιαίτερα ηχηρά μάλιστα- την προτίμησή του για μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το διακύβευμα είναι η ισχυρή αυτοδυναμία. Αν ως πολίτες παίρνουμε στα σοβαρά τις προοπτικές της χώρας μας και το μέλλον των παιδιών μας, με την ψήφο μας στις 25 Ιουνίου καλούμαστε να αποφασίσουμε για τη ζωή μας, με ορίζοντα τουλάχιστον έως το 2027. Καλούμαστε να αποφασίσουμε εάν θέλουμε υψηλότερους μισθούς και εισοδήματα, λιγότερους και πιο δίκαιους φόρους, μια καλύτερη παιδεία και ένα δημόσιο σύστημα υγείας που να παρέχει πλήρεις και σύγχρονες υπηρεσίες στον πολίτη, αν προτιμούμε η Ελλάδα να αντιμετωπίζεται με σεβασμό από τη διεθνή κοινότητα, ως ένα κράτος που υπερασπίζεται την ακεραιότητά του, δυναμικά και με υπερηφάνεια.
ΕΡ: Πώς εξηγείτε ότι στην κάλπη της απλής οι πολίτες ψήφισαν πέντε κόμματα στη βουλή και στην κάλπη της ενισχυμένης αναλογικής τα δημοσκοπικά δεδομένα μιλούν για επτακομματική ή οκτακομματική βουλή;
ΑΠ: Πολύ εύστοχο το ερώτημά σας. Πιστεύω, όμως, ότι αρμοδιότερος εμού να απαντήσει είναι ο Αλέξης Τσίπρας, ως εμπνευστής και υπέρμαχος της απλής αναλογικής, εφόσον οτιδήποτε αλλόκοτο όπως αυτό που επισημαίνετε, στη ρίζα του, οφείλεται στο εκλογικό σύστημα που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ. Βέβαια, αμφιβάλλω εάν ο κ. Τσίπρας, ακόμη και σήμερα, ύστερα από τη συντριπτική ήττα του στις εκλογές της 21ης Μαΐου έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος του σφάλματός του με την απλή αναλογική, πρώτα από όλα για το ίδιο το κόμμα του. Δημοσίως ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχτηκε το λάθος του με ένα «mea culpa», πιθανώς όμως δεν έχει αναλύσει επαρκώς το πώς και το γιατί η απλή αναλογική και η άμεση κατάργησή της για τη δεύτερη εκλογή αποσυσπείρωσε τον ΣΥΡΙΖΑ και, μαζί με την απογοήτευση από την αναξιοπιστία του κ. Τσίπρα και του επιτελείου, του δυνάμωσε τις φυγόκεντρες τάσεις των ψηφοφόρων προς μικρότερα κόμματα. Όλοι βλέπουμε, όμως, ότι στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούν να ζουν σε κάποιον άλλο πλανήτη. Ο μεν κ. Τσίπρας τώρα καταγγέλλει το ενδεχόμενο μιας πολυκομματικής Βουλής, όταν ήταν ο ίδιος που είχε ψηφίσει την απλή αναλογική. Ταυτόχρονα, βασικοί συνεργάτες του διακηρύσσουν ότι θα επαναφέρουν την απλή αναλογική, εάν και εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοψηφίσει, σχηματίσει κυβέρνηση κ.ο.κ.
ΕΡ: Πώς ερμηνεύετε τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην κάλπη της 21 Μαΐου;
ΑΠ: Δικαιώνουν, κατ' αρχάς, την πεποίθησή μου ότι ο ελληνικός λαός επιθυμεί διακαώς να αφήσει οριστικά πίσω του το λαϊκισμό, τα ψέματα και τις κωλοτούμπες, τις ολέθριες ακροβασίες με τον δήθεν αντιευρωπαϊσμό, τους αδιέξοδους και επιζήμιους διχασμούς. Η Ελλάδα, από το 2019 όταν και εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνηση στον Κυριάκο Μητσοτάκη, αποφάσισε να γυρίσει σελίδα. Αυτό επιβεβαιώθηκε, εμφατικά και πανηγυρικά, με την εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στις 21 Μαΐου, μια απόφαση που θα «καθαρογραφεί» και σφραγιστεί στις 25 Ιουνίου, ιδανικά με μία ακόμη μεγαλύτερη διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Επίσης, στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλάται η άρνηση του σημερινού Έλληνα και της σημερινής Ελληνίδας να παρασυρθεί από την τοξικότητα των μηνυμάτων του συγκεκριμένου κόμματος, από μια προπαγάνδα η οποία προέβαλε μια Ελλάδα βουτηγμένη στη μιζέρια, μια Ελλάδα όμως που υπάρχει μόνο στο μυαλό του κ. Τσίπρα, επειδή αυτό πιστεύει ότι τον εξυπηρετεί στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να γίνει ξανά πρωθυπουργός. Απόπειρα που, όπως αποδεικνύεται, αποτυγχάνει παταγωδώς.
ΕΡ: Πώς εξηγείτε τα υψηλά ποσοστά που πέτυχε η ΝΔ σε λαϊκές περιοχές, όπως στη Β' Αθήνας και στη Β' Πειραιώς;
ΑΠ: Θα επαναλάβω ό,τι έλεγα και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου: Ο ελληνικός λαός έχει ορθολογικά κριτήρια και καθαρή αντίληψη της κατάστασης. Και πάνω από όλα, είναι σε θέση να συγκρίνει το πώς ζει σήμερα με το πώς ζούσε κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2015-2019. Παρά τις πρωτοφανείς κρίσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, η Νέα Δημοκρατία στάθηκε όσο καμία άλλη κυβέρνηση τα τελευταία 20-30 χρόνια στο πλευρό του μικρομεσαίου, του εργάτη, του οικονομικά ασθενέστερου συμπολίτη μας. Συνεπώς τα, όντως πρωτόγνωρα, ποσοστά που κέρδισε η Νέα Δημοκρατία στις λεγόμενες «λαϊκές συνοικίες», αντανακλούν αυτήν ακριβώς την αίσθηση, ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ιδιαίτερα αυτοί που μάχονται καθημερινά για το μεροκάματο και για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους όσο καλύτερα γίνεται, αναγνωρίζουν την βελτίωση που είδαν στην πραγματική ζωή τους επί κυβερνήσεως Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε αυτό δε χωρούν ιδεοληψίες και ανορθολογισμοί, ούτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας από τη γνωστή δημαγωγία του κ. Τσίπρα. Η Ελλάδα έκανε ένα τεράστιο άλμα προόδου στην πρώτη τετραετία της ΝΔ -με την κατάργηση δεκάδων φόρων και εισφορών, με επανειλημμένα έκτακτα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης, με την προσέλκυση επενδύσεων, με την ψηφιοποίηση του κράτους κ.λπ- έτσι ώστε η σύγκριση με το άμεσο παρελθόν να υποδεικνύει το «μονοκούκι» στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κάπως έτσι, στο Πέραμα πχ, μια συνοικία παραδοσιακά στραμμένη προς την αριστερά, στις εκλογές του Μαΐου έδωσε 38% στη Νέα Δημοκρατία. Κι εγώ ρωτώ με τη σειρά μου: Είναι άσχετο αυτό το ποσοστό με τις παρεμβάσεις μας στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, με το ότι λύσαμε χρόνια προβλήματα και ανοίξαμε δεκάδες θέσεις εργασίας; Προφανώς και όχι. Διότι στην πολιτική υπάρχουν εκείνοι που παριστάνουν πως έχουν την αποκλειστικότητα στο να εκφράζουν το λαό, ενώ στην πράξη, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία, δεν έκαναν τίποτα υπέρ του. Κι από την άλλη, υπάρχει η Νέα Δημοκρατία, η μόνη παράταξη που υλοποιεί ουσιαστικά και αποτελεσματικά μέτρα για να στηρίξει τον εργατικό κόσμο.
ΕΡ: Πιστεύετε ότι η ΝΔ έχει περιθώρια να αυξήσει ακόμη περισσότερο τα ποσοστά της, ή υπερισχύει το μήνυμα της αντιπολίτευσης, ότι μια παντοδύναμη κυβέρνηση θα είναι αλαζονική και ασύδοτη;
ΑΠ: Σαφέστατα και είναι μεγάλες οι πιθανότητες να διευρύνουμε τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας με ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά από εκείνα της 21ης Μαΐου. Κι αυτό δεν είναι προσδοκία που υποκρύπτει έπαρση, αλλά το αντίθετο: Η ισχυρή αυτοδυναμία της κυβέρνησης είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για την πολιτική σταθερότητα. Και η πολιτική σταθερότητα αποτελεί λυδία λίθο για την χάραξη μιας προγραμματικής πορείας προς την ανάπτυξη και την ευημερία, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων των Ελλήνων πολιτών ανεξαιρέτως. Απαντώ, λοιπόν, στο ερώτημά σας με ένα κατηγορηματικό «όχι»: Μια ισχυρή, αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με το ήθος και την προσήλωση στο καθήκον που εκφράζει πρώτος από όλους ο Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να ανεχθούμε κρούσματα αλαζονείας ή οποιαδήποτε παρέκκλιση από το πρόγραμμα, από τις αξίες, από τα οράματά μας για μια καλύτερη Ελλάδα. Εξάλλου, στην πράξη δε θα υπάρχει καν το χρονικό περιθώριο χαλάρωσης για την επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ, εφόσον από την τελετή της ορκωμοσίας, το νέο υπουργικό συμβούλιο θα αφοσιωθεί στη σκληρή δουλειά για την υλοποίηση όλων όσων έχουν παρουσιαστεί στο πρόγραμμά μας για την τετραετία 2023-2027. Αρκετό χρόνο έχασε η Ελλάδα με την παρατεταμένη προεκλογική και εκλογική περίοδο, εξαιτίας του παραλογισμού της απλής αναλογικής.
ΕΡ: Ποιες πιστεύετε ότι πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της επόμενης κυβέρνησης της ΝΔ εφόσον οι ψηφοφόροι την επιλέξουν;
ΑΠ: Ο βασικός στόχος και η πρώτη προτεραιότητά μας για την επόμενη τετραετία, απλά και ξεκάθαρα, είναι οι καλύτεροι μισθοί για κάθε Έλληνα και για κάθε Ελληνίδα, τόσο στον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο τομέα. Ωστόσο, η αύξηση του εισοδήματος για τα ελληνικά νοικοκυριά δεν είναι κάτι μονοσήμαντο. Στην πραγματικότητα αυτός είναι ο πυρήνας μιας ευρύτερης πολιτικής για την εθνική οικονομία, αλλά και για την πρόοδο της κοινωνίας. Διότι οι καλύτεροι μισθοί προϋποθέτουν, φερ' ειπείν, την εξωστρέφεια και την ευελιξία ως προς την προσέλκυση επενδύσεων. Επίσης, καλύτεροι μισθοί δεν νοούνται χωρίς την επιδίωξη της εξάλειψης των έμφυλων διακρίσεων στο πεδίο της εργασίας, χωρίς την ισότητα ευκαιριών και απολαβών για όλους, ανεξαρτήτως εάν είναι άνδρες, γυναίκες, νέοι ή μεγαλύτεροι, αν ανήκουν σε οποιαδήποτε ευπαθή ομάδα κ.λπ. Οπότε, ασφαλώς ο άμεσος και ποσοτικοποιημένος στόχος για την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι να αναβαθμίσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και τον μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ, στην ουσία όμως αυτά είναι τα αποτελέσματα του αναπτυξιακού προσανατολισμού συνολικά της Ελλάδας, από κοινωνική, οικονομική και πολιτική άποψη.
Σε στενή συνάφεια με την αύξηση του εισοδήματος για τους Έλληνες πολίτες, είναι επίσης η στήριξη, ο εκσυγχρονισμός και η αναδιάρθρωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, μια προτεραιότητα ύψιστης σημασίας και ένα μεγάλο στοίχημα για την επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Τρίτη προτεραιότητα είναι ο περαιτέρω περιορισμός των φόρων και η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων της πατρίδας μας, ενώ κομβικής σημασίας είναι οι μεταρρυθμίσεις που έχουμε σχεδιάσει και προγραμματίσει στην Παιδεία, την Εθνική 'Αμυνα, την ψηφιοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου για την εξυπηρέτηση του πολίτη και, κυρίως, την αντιμετώπιση της δημογραφικής απειλής, ώστε να αναχαιτιστεί η τάση συρρίκνωσης του πληθυσμού μας. Με στήριξη στις εργαζόμενες μητέρες, με την θέσπιση εξειδικευμένου υπουργείου για την Οικογένεια, με επιπλέον φροντίδα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τα νηπιαγωγεία και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, στη Νέα Δημοκρατία πιστεύουμε πως όταν η κυβέρνησή μας θα κάνει τον απολογισμό της στο τέλος της επόμενης τετραετίας, οι προοπτικές για το μέλλον του ελληνικού λαού θα έχουν μετατραπεί από πηγή ανησυχίας, σε αιτία απολύτως δικαιολογημένης αισιοδοξίας.