Δεν είναι εύκολο να γράφω για τον Διονύση Σαββόπουλο. Υπήρχε πάντοτε εκεί, στο σπίτι μας, με τα τραγούδια στο ραδιόφωνο και στους δίσκους βινυλίου τις καθημερινές αλλά και τα Σαββατοκύριακα, τότε που με όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες απλωμένες στο τραπέζι, μαζί με τον πατέρα μου σχολιάζαμε την ειδησεογραφία.
Μεγάλωσα με τα τραγούδια του, κι ας μην το καταλάβαινα τότε. Ήταν παρόν στις παρέες, στα ταξίδια, στα βράδια που ήθελαν πολύ φιλοσοφική κουβέντα και μουσική. Ήταν εκεί όταν νιώθαμε πως η ζωή μάς ξεπερνά κι είχαμε ανάγκη από κάποιον να την περιγράψει καλύτερα ή να συντροφεύσει τα φοιτητικά μας χρόνια.
Ο Σαββόπουλος δεν έγραφε τραγούδια για να μας διασκεδάσει, έγραφε για να μας αφυπνίσει. Να μας δείξει πως μέσα στη «φασαρία» της καθημερινότητας υπάρχει πάντα κάτι που αξίζει να σωθεί και να αντέξει στον χρόνο. Στους στίχους του συναντιούνται η ποίηση, η τρυφερότητα και η αμφισβήτηση, η αγάπη για τον τόπο με την κριτική ματιά απέναντί του. Αυτός ήταν ο δικός του τρόπος να αγαπά την Ελλάδα που τον ανέδειξε και που τον κρατά ως πολύτιμο φυλαχτό μέσα της.
Κάθε του τραγούδι ήταν και μια μικρή εξομολόγηση. «Το Φορτηγό», «Το Βρώμικο ψωμί», «Τα τραπεζάκια έξω» όλα κουβαλούν το αποτύπωμα ενός ανθρώπου που μιλούσε και εκφραζόταν με ειλικρίνεια. Δεν ντρεπόταν να δείξει τις αντιφάσεις του, ούτε να σαρκάσει τις βεβαιότητές του. Κι αυτό είναι ίσως το πιο τίμιο που μπορεί να κάνει ένας δημιουργός: να «επιτρέψει» στον εαυτό του να φαίνεται ανθρώπινος και, κατά το δύναμιν, προσιτός.
Η «Συννεφούλα» είναι το πιο γλυκό παράδειγμα αυτής της ανθρώπινης πλευράς. Στην αρχή ήταν μια κοπέλα, ένα πρόσωπο της εποχής, μια σκιά γεμάτη φως. Με τον καιρό όμως έγινε κάτι περισσότερο. Έγινε σύμβολο της νιότης, της αθωότητας, της ελπίδας ότι μπορούμε να ονειρευόμαστε χωρίς να γελοιοποιούμαστε. Κι όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, ακόμη τη σιγοτραγουδάμε -εμείς οι πιο «σιτεμένοι»- γιατί μέσα της βρίσκουμε τον εαυτό μας, όπως ήμασταν παιδιά και όπως θα θέλαμε να είμαστε ακόμη.
Ο Σαββόπουλος είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα να ενώνει τη λαϊκή γειτονιά με την ποίηση, τη διαμαρτυρία με το χιούμορ, την πίστη με τη σάτιρα. Ήξερε πως η Ελλάδα είναι όλα αυτά μαζί και δεν προσπάθησε ποτέ να τη μικρύνει για να χωρέσει σε στίχο. Αντίθετα, τη μεγάλωσε, την έκανε τραγούδι, την έκανε μνήμη.
Και τώρα που δεν είναι πια εδώ, τα τραγούδια του ακούγονται αλλιώς. Όχι πιο λυπημένα, αλλά ως της γνήσιας σύγχρονης Ελλάδας ίσως γιατί ξέρουμε πως αυτός ο ήχος ανήκει σε μια εποχή που πίστευε ακόμη στη δύναμη της τέχνης και του στίχου. Κάθε φορά που ακούγεται η «Συννεφούλα», είναι σαν να ανοίγει ένα «παράθυρο» στο παρελθόν και ένα «φως» που δεν σβήνει ποτέ από το μυαλό και την ψυχή μας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν υπήρξε μόνο ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Υπήρξε καθρέφτης μας. Μας έδειξε πώς να γελάμε με την ίδια μας τη σοβαρότητα, πώς να αγαπάμε χωρίς να εξιδανικεύουμε, πώς να ελπίζουμε χωρίς να τυφλωνόμαστε. Μας έμαθε πως η τέχνη δεν είναι για λίγους ή τους κουλτουριάρηδες, αλλά τρόπος να ζεις καθημερινά είτε είσαι εργάτης, είτε διανοούμενος.
Κι έτσι εξηγείται γιατί, τόσα χρόνια μετά, η «Συννεφούλα» δεν σώπασε ποτέ. Γιατί μέσα από εκείνη «μιλάει» η δύναμη της ψυχής και της φωνής. Κι εμείς, σιγοψιθυρίζοντάς την, θυμόμαστε όχι μόνο εκείνον, αλλά κι εκείνη την εκδοχή του εαυτού μας που δεν φοβόταν να ονειρευτεί.
Καλό ταξίδι, Νιόνιο της καρδιάς και της νιότης μας…