Για τον Διονύση Σαββόπουλο έχουν ειπωθεί όλα. Και έχουν ειπωθεί από τον ίδιο. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής που ο ίδιος ο δημιουργός έχει εξομολογηθεί τα πιο κρυφά του μυστικά και έχει γίνει ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του.
Ο θάνατος του Νιόνιου χθες το βράδυ μάς πάγωσε όλους. Φίλους και εχθρούς. Συνοδοιπόρους και πολέμιους. Γιατί κατά βάθος όλοι παραδέχονταν τον Σαββόπουλο. Οι 70άρηδες που έζησαν μαζί του, οι πιτσιρικάδες που τον αποθέωσαν το καλοκαίρι στο Rockwave Festival αλλά και εκείνοι που τον αποκήρυξαν επειδή δεν χώρεσε ποτέ στα μέτρα τους.
Γιατί αυτό ήταν πάντα ο Σαββόπουλος: ένας καλλιτέχνης που δεν μπήκε σε στεγανά, που δεν ακολούθησε τον εύκολο δρόμο, που περιορίστηκε σε ρόλους. Ήταν πάντα ο εαυτός του. Μουσικά και πολιτικά. Ήταν μοναδικός, ένα καλούπι που έσπασε, μια απώλεια που μας στοίχισε, ένα κενό δυσαναπλήρωτο.
Η βιογραφία του Σαββόπουλου είναι γνωστή, για τη δουλειά του έχουν γίνει μελέτες, διατριβές, χιλιάδες δημοσιεύσεις. Για τις πιθανές κλοπές της μουσικής του, για τις συνεργασίες του, για τους δίσκους του, για τους καλλιτέχνες που έβγαλε στη μουσική.
Αυτό που μένει είναι όμως η ευφυΐα του. Οι ενορχηστρώσεις που δεν είχαν προηγούμενο, το πάντρεμα Δύσης και Ανατολής, η ποίηση σε ροκ μελωδίες, τα 17 λεπτά του Μπάλου, το Φορτηγό, το Τσάμικο, ο Μπομπ Ντίλαν, η Άσπα και τόσα άλλα.
Ο Σαββόπουλος τόλμησε το 1983 να γιορτάσει τα 20 χρόνια του με μια φαντασμαγορική γιορτή στο ΟΑΚΑ. Μια συναυλία που άφησε εποχή με χορούς, τραγούδια, μάγους, τον Θανάση Βέγγο και ένα αερόστατο. 160.000 κόσμος υπολογίζεται ότι απόλαυσε εκείνη τη βραδιά. Και όμως εκείνος μετά από χρόνια αποκάλυψε ότι δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Ούτε από την παραγωγή, ούτε από το αποτέλεσμα.
Γιατί αυτό ήταν πάντα ο Σαββόπουλος. Ο πιο δίκαιος κριτής του εαυτού του. Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πριν από έναν χρόνο έβαλε όλες τις ιστορίες στη θέση τους. Ζήτησε συγγνώμη από τον Νταλάρα, παραδέχτηκε απιστίες, ξύλο στα παιδιά, αυταρχικές συμπεριφορές, λάθη και πάθη.
Τα είπε όλα. Τι μένει να πούμε πια εμείς;
Μένει ο καθένας μας να κρατήσει μέσα του στιγμές και συναισθήματα που γεννήθηκαν με τα λόγια και τη μουσική του. Αυτό άλλωστε έδειξε και το timeline μας χθες το βράδυ. Ο καθένας ανάλογα με την ηλικία, το γούστο και τις αναφορές του θυμήθηκε ένα άλλο τραγούδι, έναν διαφορετικό στίχο, μια διαφορετική εποχή του Νιόνιου. Όλοι όμως μιλούσαν προσωπικά, συγκινητικά, από καρδιάς.
Αποχαιρετούμε έναν σπουδαίο τραγουδοποιό, έναν Έλληνα που ήξερε να ξεθάβει τα καλά και τα κακά μας. Που αγάπησε τους κυκλωτικούς χορούς όσο και μεις. Και κυρίως που μας έμαθε να χαράζουμε τη δική μας πορεία και να μην πετάμε τίποτα. Με ένα «Ταγκό βουβό» ή με ένα «Τσάμικο». Η επιλογή είναι δική μας.