Έφυγε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο πιο ανήσυχος τραγουδοποιός μιας χώρας που δεν αντέχει τους ανήσυχους. Ένας άνθρωπος που έζησε μέσα στη μουσική αλλά δεν κρύφτηκε ποτέ πίσω από αυτήν. Μίλησε. Για την κοινωνία, για την πολιτική, για την Ελλάδα που αγαπούσε με πάθος και αυστηρότητα. Και κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, έφερνε μαζί και έναν καθρέφτη. Άλλοι έβλεπαν μέσα τους. Άλλοι θύμωναν.

Ο Σαββόπουλος δεν ανήκε σε κανένα στρατόπεδο. Στα νιάτα του τραγούδησε τα όνειρα της αμφισβήτησης. Αργότερα μίλησε για την ανάγκη ωριμότητας. Όπως χαρακτηριστικά είπε σχετικά πρόσφατα, «οι εποχές έχουν αλλάξει, μας χρειάζεται μια ωριμότητα». Τότε ξεσηκώθηκαν οι δήθεν προοδευτικοί, αυτοί που έχουν μπερδέψει τη σκέψη με την ταμπέλα. Τον είπαν αποστάτη, γιατί τόλμησε να δηλώσει πως ελπίζει σε μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Όχι επειδή έγινε κομματικός, αλλά επειδή πίστευε πως η χώρα χρειάζεται σταθερότητα, όχι άλλο θυμό.

Πριν από τις εκλογές του 2023 είχε πει ξεκάθαρα πως δεν βλέπει κανέναν πιο ικανό από τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Μια απλή, ειλικρινής φράση που όμως λειτούργησε σαν πυρσός μέσα σε χάρτινη αποθήκη. Οι «δημοκράτες αριστεροί» που κάποτε τον τραγουδούσαν, έπεσαν να τον φάνε. Γιατί στη δική τους δημοκρατία, η ελευθερία της γνώμης ισχύει μόνο όταν συμφωνεί μαζί τους.

Αυτός ήταν ο αιρετικός του ελληνικού τραγουδιού. Όταν οι άλλοι μιλούσαν για «λαό» και «δίκιο», εκείνος μιλούσε για ευθύνη και αυτογνωσία. Όταν όλοι ύψωναν γροθιές, εκείνος ύψωνε καθρέφτες. Προφήτευσε την κόπωση της κοινωνίας από τον λαϊκισμό, πολύ πριν γίνει σύνθημα. Είδε ότι η Αριστερά εγκλωβίστηκε στη νοσταλγία της, σε έναν φοιτητικό ρομαντισμό που δεν μεγάλωσε ποτέ. Και το είπε. Γι’ αυτό τον λοιδόρησαν. Γιατί δεν άντεξαν την ιδέα πως κάποιος μπορεί να σκέφτεται μόνος του.

Ο Σαββόπουλος δεν έψαξε ποτέ να γίνει αρεστός. Έψαξε να μείνει αληθινός. Κι ίσως αυτό να είναι το πιο δύσκολο που μπορεί να πετύχει ένας καλλιτέχνης.

Έφυγε όπως έζησε. Ήσυχα, αλλά με τον απόηχο μιας φωνής που θα συνεχίσει να μας ενοχλεί. Γιατί μόνο όσοι αγαπούν αληθινά, έχουν το θάρρος να ενοχλούν.