Αν κάτι υπερίσχυσε στον δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια, ειδικά άμα τη αναλήψει –κατόπιν εκλογών– της εξουσίας από την παρούσα κυβέρνηση, είναι το ανιστόρητο εκείνο «έχουμε χούντα».

Αν όχι σήμερα λοιπόν, πότε θα μπορούσαμε να πούμε δυο λόγια περί δημοκρατίας και χούντας; Πέρασαν πενήντα χρόνια από τη νύχτα των τανκς, σαράντα εννέα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας – κι έχω μερικές σκέψεις που θέλω να μοιραστούμε περί του τι δεν είναι χούντα.

Και μόνο ότι εγώ έχω σκέψεις και μπορώ να τις γράφω και να τις στέλνω να κάνουν τον γύρο του κόσμου είναι μια καλή βάση συζήτησης περί μη χούντας, το ίδιο ισχύει και για όλους όσοι θα διαβάσετε ή θα σχολιάσετε αυτά που γράφω εγώ κι εγώ με τη σειρά μου θα σας απαντήσω, δηλαδή θα γίνει διάλογος, ελεύθερα και ανεμπόδιστα.

Οπως ανεμπόδιστα μπορώ να βγαίνω από τη χώρα, να ξαναμπαίνω, να σπουδάζω, να ψηφίζω –άλλοτε πολύ συχνά, άλλοτε στη λήξη της συνταγματικής προθεσμίας–, να θέτω υποψηφιότητα και να εκλέγομαι, να συμφωνώ, να διαφωνώ, να διαμαρτύρομαι, να απεργώ, να διεκδικώ, να έχω φως, νερό, τηλέφωνο, σχολείο, νοσοκομείο, δικαστήριο, συγκοινωνία, Βουλή, νόμους, πολλούς νόμους, διορισμό, όποιο βιβλίο θέλω, θέατρο, ταινία, τραγούδι, τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, πανεπιστήμια να μπορώ να καταστρέφω, καθηγητές να μπορώ να διαπομπεύω, γιατρούς και εμβόλια να αμφισβητώ, φάρμακα να επιμηκύνουν το προσδόκιμο ζωής, κανόνες να παραβιάζω, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις.

Δημοκρατία έχουμε, με προβλήματα, αβελτηρίες, αρρυθμίες –ναι, η χούντα, δεν τελείωσε το ’73, αλλά το ’74– και έκτοτε στο χέρι μας είναι να τη βελτιώνουμε, να την εμπλουτίζουμε, να την περιφρουρούμε.

Ακούω από χθες τα τραγούδια της εποχής που ήμουν νέα, Λοΐζος, Ξυλούρης, Φαραντούρη, έρχονται χώρια οι νότες, χώρια οι φωνές, παρεμβάλλεται ο παλιατζής, όλα τα παλιά είδη παίρνει, «θερμοσίφωνες, μπανιάρες», δεν είναι ορθογραφικό λάθος δικό μου, έτσι λέει τις μπανιέρες, μακάρι να γινότανε να πάρει και τις ανορθογραφίες της ιστορίας του Πολυτεχνείου, που ζει για να πεθαίνει κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις τιμής της γενιάς που αγαπάμε να μισούμε για το πόσο αγάπησε την εξουσία, εξαργυρώνοντας κείνο το βράδυ που έβαλε τα στήθη της μπροστά στην κάννη του τανκ, έτρεξε ο χρόνος, έγιναν τα γεγονότα πότε μύθος, πότε ιστορία, η αιματοβαμμένη σημαία κάπου κρύβεται, κάπου φανερώνεται, η αμερικανική πρεσβεία είναι το σημείο μηδέν για να αρχίσει η επετειακή καύση των Εξαρχείων, είναι όπως το καθιερωμένο κερί που ανάβουμε στις εκκλησίες, μόνο που εδώ ανάβουμε μια πόλη, θα περάσει κι η σημερινή με σούσουρο από χθες, θα γίνουν επεισόδια, δεν θα γίνουν, έχουμε χούντα, καταστολή, έχουμε λέξεις να θυσιάσουμε – με τις λέξεις έχουμε ένα πρόβλημα, τις χρησιμοποιούμε απερίσκεπτα και αυτές αποδυναμώνονται, φτωχαίνουν, χάνουν την ψίχα τους και μένουν κενές σαν τα φιδοπουκάμισα το καλοκαίρι ανάμεσα στις καλαμιές, αποφλοιωμένες, χωρίς σεβασμό στο βάρος τους, πανάλαφρες σαν το φτερό της χήνας στο πουπουλένιο πάπλωμα που σκεπάζει κρίματα και ανδραγαθίες μιας εποχής που ζητεί επειγόντως να τιναχτεί και να απαλλαγεί από τη σκόνη και τη ναφθαλίνη που έχει ξεθυμάνει πια...

Το Πολυτεχνείο ζει για να του κάνουμε το ετήσιο μνημόσυνο με μολότοφ, βανδαλισμούς, προπηλακισμούς πολιτικών, τραπεζάκια έξω φορτωμένα με βιβλία και μπροσούρες, κουβάδες με κόκκινα γαρίφαλα, σουβλάκια, σαλέπι και άπειρες σέλφι με τα οπίσθια γυρισμένα στο κομμένο κεφάλι με τη μορφή του καθηγητή Νίκου Σβορώνου – έργο του γλύπτη Μέμου Μακρή.