Ήταν μια ωραία ατμόσφαιρα στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι που όλα έγιναν ατμός, αφού ενδιαμέσως είχαν πέσει κάτι σάλτσες στα χαλιά κι έγιναν όλα χάλια μαύρα για το κόμμα που μόνο του και χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εδώ και χρόνια αυτοπροσδιοριζόταν ριζοσπαστικό, αριστερό, προοδευτικό.

Μπορεί έτσι να ξεκίνησε τω καιρώ εκείνω, εννοώ από την αριστερή μεριά του κύματος της αγανάκτησης που έσκασε στα σκαλοπάτια του Μαξίμου, εκεί όμως μπήκε με το δεξί, εννοώ το δεξί χέρι του Πάνου Καμμένου, γεγονός το οποίο –για λόγους που η ψυχιατρική μπορεί να ερμηνεύσει– ουδείς θέλει να μνημονεύει, παρότι είναι αξιομνημόνευτο ακριβώς διότι από τότε φάνηκε ότι θα καταλήγαμε στο σήμερα.

Σήμερα λοιπόν που σε γενικές γραμμές όλοι έχουν νεύρα με όλους και ουδείς επιθυμεί να αναλάβει την ευθύνη, κυρίως των επαναλαμβανόμενων ηττών, να εμβαθύνει στους λόγους που τις προκάλεσαν, να κοιταχτεί στον καθρέφτη του και να δει γυμνή την όψη του ή τον Τσίπρα, δέσμιοι της νωθρότητας έκπαλαι, αναλίσκονται στα διαδικαστικά.

Επί της διαδικασίας ο Στέφανος Κασσελάκης είναι πολύ πίσω ακόμη, διότι απέναντί του έχει προφέσορες με χιλιάδες ένσημα στα αμφιθέατρα ή στου Μπελαμή το ουζερί συνοδεία αντάρτικων και στο τσακίρ κέφι Κατιούσα ή Σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί. Στην ομιλία του αγνόησε παντελώς τη διαδικασία και την ιεραρχία, έδειξε ακριβώς αυτό που είναι, δηλαδή ο εαυτός του αρχηγός, έμεινε όμως να απαντηθεί ποιανού αρχηγός πλέον.

Τις θορυβώδεις προσπάθειες κάποιων από τη γαλαρία να του υποδείξουν τι έχει στο μυαλό του τις αντέκρουσε σθεναρά ή γιατί πιστεύει ότι αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατον, να γνωρίζει δηλαδή οποιοσδήποτε άλλος τι έχει στο μυαλό του, ή επειδή δεν έχει μυαλό – πιθανότητα που απορρίπτω, αλλιώς τούτη την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα, φόρεσα το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα», αλλά μια σοβαρή αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι σε μια υπερτετραετή κυβέρνηση.