Ανοίγεις την τηλεόραση, ακούς τις ειδήσεις και υπάρχουν πλέον κάποια θέματα που δοκιμάζουν τα όρια μιας κοινωνίας. Όχι επειδή λείπουν τα στοιχεία, αλλά επειδή λείπει το θάρρος να τα αντικρίσουμε. Η σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων είναι ακριβώς ένα τέτοιο θέμα, σκοτεινό, άβολο και γεμάτο σιωπές που έχουν γίνει δεύτερη φύση. Κι όσο εξακολουθούμε να μιλάμε γι’ αυτό με μισόλογα, τόσο του επιτρέπουμε να ριζώνει.
Αυτό που κάνει την κακοποίηση τόσο βαθιά και τόσο ύπουλη δεν είναι μόνο η πράξη, αλλά η προδοσία που τη συνοδεύει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο δράστης είναι οικείος, είναι το πρόσωπο που μπαίνει στο σπίτι χωρίς υποψίες, που κάθεται στο οικογενειακό τραπέζι, που έχει αποκτήσει την εμπιστοσύνη των ενηλίκων και την ευαλωτότητα των παιδιών. Αυτή η οικειότητα που γίνεται ξαφνικά απειλή, είναι που παραλύει το θύμα. Όταν η βία φοράει το προσωπείο της ασφάλειας, η σιωπή του παιδιού μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη.
Η συγκάλυψη δεν είναι πάντα ενεργητική, πιο συχνά είναι παθητική και τυλιγμένη σε κοινωνικές συμβάσεις του τύπου, «μην το λες παραέξω», «θα λυθεί μέσα στην οικογένεια», «μην καταστρέψουμε ζωές». Λες και η ζωή που καταστράφηκε δεν είναι ήδη μπροστά μας. Λες και το παιδί οφείλει να υπομείνει την ντροπή για να μην ντροπιαστούν οι ενήλικες. Λες και η αξιοπρέπεια ενός θύματος είναι λιγότερο σημαντική από την «εικόνα» μιας παρέας, μιας οικογένειας ή μιας κοινότητας.
Έχουμε φτάσει πλέον, η κακοποίηση να μην περιορίζεται στα φυσικά όρια ενός σπιτιού ή μιας σχέσης. Ο ψηφιακός κόσμος έχει ανοίξει νέες πόρτες, και για τους θύτες και για τα θύματα. Η οθόνη μπορεί να δίνει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπει την πιο αθόρυβη μορφή παγίδευσης. Παιδιά συνομιλούν με ανθρώπους που πιστεύουν ότι γνωρίζουν. Ανταλλάσσουν μηνύματα που «σβήνουν». Εμπιστεύονται προφίλ που δεν έχουν πρόσωπο, χωρίς να αντιλαμβάνονται την απειλή και τον κίνδυνο που διατρέχουν.
Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει το ίδιο, και είναι οι ανήλικοι που κακοποιούνται και δεν μιλούν. Κι όταν δεν μιλούν, δεν φταίνε αυτοί. Φταίει το περιβάλλον που δεν τους έμαθε ότι η φωνή τους έχει δύναμη. Φταίει η ντροπή που δεν τους ανήκει αλλά τους κληροδοτείται. Φταίει ο φόβος ότι δεν θα τους πιστέψουν, ότι θα τα βάλουν με ανθρώπους ισχυρότερους ή ότι η δική τους οδύνη θα θεωρηθεί υπερβολή.
Η κακοποίηση ανηλίκων δεν αντιμετωπίζεται με σοκ και αποτροπιασμό κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα νέο περιστατικό. Αντιμετωπίζεται με επαγρύπνηση, με μια συλλογική συνείδηση που δεν κουράζεται να κοιτάζει το δύσκολο. Χρειάζεται να σταματήσουμε να προστατεύουμε τον «κύκλο» μας περισσότερο από το παιδί. Να σταματήσουμε να ψάχνουμε δικαιολογίες εκεί που υπάρχουν μόνο ευθύνες. Να σταματήσουμε να κλείνουμε τα μάτια για να αποφύγουμε την αλήθεια.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να αλλάξει το περιβάλλον γύρω από το παιδί. Να μπορεί να μιλήσει χωρίς να φοβάται. Να ξέρει ότι η λέξη «όχι» δεν είναι απειλή, αλλά δικαίωμα. Ότι η εμπιστοσύνη δεν είναι παγίδα. Ότι η φωνή του μπορεί να ακουστεί, να επαληθευτεί, να προστατευτεί.
Η κοινωνία μας συχνά σοκάρεται από την κακοποίηση. Αλλά η αλήθεια είναι πως το σοκ δεν σώζει κανέναν. Και όσο δεν χτιζούμε ένα περιβάλλον όπου η παιδική φωνή είναι αυτονόητα σεβαστή και προστατευμένη, τόσο θα μεγαλώνουν γενιές παιδιών που θα πιστεύουν ότι η σιωπή είναι η μόνη τους επιλογή. Κι αυτή, τελικά, είναι η πιο μεγάλη μας αποτυχία.