Στο γεμάτο υποσχεσιολογία πρόγραμμα ΣΥΡΙΖΑ και γεμάτο ασάφειες αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία έχει καταθέσει τη δική της συγκροτημένη πρόταση, με στόχο τη συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας και τη στήριξη των εισοδημάτων των πολιτών.

Η αποστροφή του Αλέξη Τσίπρα, σε συνέντευξή του χθες στο Star ότι είναι υποτιμητικό να κοστολογήσει τα προγράμματα των κομμάτων το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μέχρι τις κορώνες του Νίκου Ανδρουλάκη από τη Χίο για φορολογική δικαιοσύνη προς όφελος της μεσαίας τάξης και των πιο αδύναμων, όταν στελέχη του κόμματος με δηλώσεις τους ομολογούσαν το αντίθετο, επιβεβαιώνουν την επιλογή της κάλπης των πρώτων εκλογών για σοβαρότητα και σαφήνεια θέσεων.

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποτυπώνονται στο πρόγραμμά του, το οποίο ανέρχεται σε 83 δισ. ευρώ και το οποίο αν ποτέ εφαρμόζονταν θα οδηγούσε σε νέο μνημόνιο και κόντρα στην αοριστία του προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, η Νέα Δημοκρατία κατέθεσε μια κοστολογημένη πρόταση, σε απόλυτη συμφωνία με τους στόχους που έχουν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Το συνολικό κόστος των μέτρων που προβλέπονται ανέρχεται σε 9,1 δισ. ευρώ (1,3 δισ. ευρώ το 2024,2 δισ. ευρώ το 2025, 2,5 δισ. ευρώ το 2026 και 3,3 δισ. ευρώ το 2027).

Συγκεκριμένα περιλαμβάνει:

-Την αύξηση των συντάξεων κάθε έτος με βάση το Α.Ε.Π. και τον πληθωρισμό (που υπολογίζεται σε 450 εκατ. το πρώτο έτος και βαίνει αυξανόμενο, ώστε να φτάσει σωρευτικά τα 800 εκατ. ευρώ το 2025, το 1,1 δισ. ευρώ το 2026 και 1,5 δισ. ευρώ το 2027).

-Την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων από την 1η Ιανουαρίου του 2024  (κατά 500 εκατ. ευρώ)

-Την αύξηση των αναπηρικών επιδομάτων (κατά 95 εκατ. ευρώ) που ισχύει ήδη.

-Την αύξηση του αφορολόγητου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά (κόστος 77 εκατ. ευρώ ετησίως).

-Την αύξηση κατά 8% του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (κόστος 49 εκατ. ευρώ ετησίως).

-Τη σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος (κόστος 89 εκατ. ευρώ το 2025, 222 εκατ. ευρώ το 2026 και 443 εκατ. ευρώ το 2027).

-Τη σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (με κόστος 230 εκατ. ευρώ το 2025 και 2026 και 509 εκατ. το 2027).

-Την αύξηση του επιδόματος μητρότητας στους ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες (με κόστος 40 εκατ. ευρώ ετησίως).

-Τη μονιμοποίηση της απαλλαγής των πρώην δικαιούχων ΕΚΑΣ από τη συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη (με κόστος 38 εκατ. ευρώ ετησίως).

-Το youth pass για τους νέους που ενηλικιώνονται (με κόστος 30 εκατ. ευρώ ετησίως).

-Τη μείωση ΕΝΦΙΑ 10% για σπίτια που ασφαλίζονται για φυσικές καταστροφές (με κόστος περί τα 40 εκατ. ευρώ ετησίως).

Οι αριθμοί καταρρίπτουν τους νέους μύθους και την προχειρότητα του ΠΑΣΟΚ 

Την ίδια ώρα το ΠΑΣΟΚ προσπαθήσει να καλλιεργήσει την ενύπωση ότι «λεφτά υπάρχουν» από την αύξηση του συντελεστή στα κέρδη που διανέμουν οι ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ, και ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες. Οι νέοι μύθοι καταρρίπτονται  από τους αριθμούς, με τους οποίους προφανώς δεν έχουν ασχοληθεί τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ.

Μια «ανάγνωση» των υποτιθέμενων μέτρων που προτείνει ως πανάκεια το ΠΑΣΟΚ για την εξεύρεση πόρων δείχνει τα εξής:

-Για την αύξηση των φόρων στα μερίσματα: επί ΣΥΡΙΖΑ το 2016 με τον νόμο 4387 (κατά σύμπτωση πρόκειται για τον περίφημο «νόμο Κατρούγκαλου») ο φόρος  στα μερίσματα είχε αυξηθεί στο 15%. Αποτέλεσμα ήταν μεγάλες επιχειρήσεις να σταματήσουν να δίνουν μέρισμα, ενώ άλλες κατέφυγαν μαζικά σε επιστροφή κεφαλαίων, που ήταν 100% αφορολόγητη. Πρακτικά, το Κράτος δεν κέρδισε το έσοδα που ανέμενε. Το 2019 με τον νόμο 4646 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μείωσε τον συντελεστή από 10% σε 5%. Επειδή την προηγούμενη χρονιά είχαν εισπραχθεί και δηλωθεί μερίσματα 1,5 δισ. ευρώ, η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου προϋπολόγισε ότι αντί 150 εκατ. ευρώ το κράτος θα χάσει έσοδα 75 εκατ.. Αντί να εισπράξει όμως 75 εκατομμύρια, τη χρονιά εκείνη εισέπραξε πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ!

Και ο λόγος ήταν ότι δηλώθηκαν τελικά μερίσματα ύψους 5 δισ. ευρώ! Κέρδισε δηλαδή και 50 εκατ. παραπάνω από όσα όταν ο φόρος ήταν διπλάσιος.

-Οι επιχειρήσεις έχουν  την επιλογή να διανείμουν ή όχι μέρισμα στους  μετόχους. Και πράγματι, η Ελλάδα έχει σήμερα το χαμηλότερο φόρο μερισμάτων στην Ε.Ε.. Πέραν όμως από τον φόρο 5% η Ελλάδα φορολογεί τα κέρδη των επιχειρήσεων με 22%. Συνεπώς η φορολογία για τα ίδια κέρδη φτάνει ήδη στο 27%. Για λόγους προσέλκυσης επενδύσεων, το 2019 η χώρα επέλεξε να κρατήσει χαμηλά το φόρο, για να μην επιλέγουν άλλους προορισμούς ή off shore οι επιχειρήσεις.

-Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να προεξοφλεί ότι από μερίσματα 2 και πλέον δισ. ετησίως, μπορεί σήμερα να προσδοκά περί τα 200 εκατ. ευρώ. Πρακτικά όμως, ακόμα και αν εφαρμοστεί 15% φορολογία, τα μερίσματα θα μειωθούν και το όφελος θα είναι πολύ πιο λίγο, μικρότερο ίσως και από 70 ή 100 εκατ. ευρώ τελικά. Όσοι λένε ότι η φορολογία μερισμάτων είναι χαμηλή τώρα, δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι συνυπολογίζεται και η φορολογία των εταιρειών για να προκύψει η τελική επιβάρυνση του επενδυτή. Δηλαδή στις 100 μονάδες κέρδους, 22 είναι η φορολογία εταιριών και 11,7 ( 100-22 Χ 15%) θα είναι η φορολογία μερίσματος δηλαδή συνολική επιβάρυνση 33,7 για τον επενδυτή, γεγονός που θα μειώσει την επενδυτική μας ανταγωνιστικότητα σοβαρά.

-Υπερ-κοστολογημένο είναι και το μέτρο της φορολόγησης στις γονικές παροχές. Μέχρι πρόπερσι που ο φόρος στη γονική παροχή μηδενίστηκε, απέφερε στο κράτος 25- 26  εκατ. ευρώ. Ακόμα και αν το αφορολόγητο όριο περιουσίας μειωθεί, από 800 χιλιάδες σήμερα, σε 300-400 χιλιάδες ευρώ ενδεχομένως, το ποσον που θα εισρεύσει στα δημόσια ταμεία είναι 10-12 εκατ. ευρώ το πολύ. Αν τεθεί υψηλότερα, το όφελος θα είναι μικρότερο. Και πάντως, θα πλήξει περισσότερο όσους έχουν μεσαίες περιουσίες (π.χ. 2 ή 3 ακίνητα αξίας 200-300 χιλιάδων ευρώ) παρά εκείνους που έχουν τεράστιες και ήδη πληρώνουν φόρο.