Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος βανδαλισμού δημόσιας περιουσίας ξεκινάει ακριβώς τη στιγμή που ο δράστης που έχει συλληφθεί ακόμα και επ’ αυτοφώρω να καταστρέφει αφήνεται ελεύθερος και επιστρέφει στην κοινωνία, έχοντας μπροστά του έναν ορίζοντα δικαστικών αιθουσών, που συνήθως καταλήγουν σε κάποια ποινή με ανασταλτικό χαρακτήρα.

Τι θα μπορούσε όμως να αποτρέψει ένα νέο παιδί δεκαεννιά ετών που προφανώς δεν σέβεται τους κόπους των φορολογουμένων, να πάρει δύο φιάλες σπρέι και να πάει να καταστρέψει το μεγαλύτερο έργο που είδε να λειτουργεί στην πόλη του, τον Σταθμό του μετρό στη Βενιζέλου;

Μα φυσικά η άμεση επιβολή κοινωνικής εργασίας.

Η επιβολή της κοινωνικής εργασίας, αντί χρηματικών προστίμων ή ποινών φυλάκισης, αποτελεί μία πιο εκπαιδευτική προσέγγιση με εκτεταμένο κοινωνικό όφελος, καθώς, εκτός από τον σωφρονισμό του δράστη, μειώνει το κόστος αποκατάστασης για τις τοπικές αρχές. Αντί να στερούνται την ελευθερία τους ή να επωμίζονται οικονομικές κυρώσεις που μπορεί να αδυνατούν να καλύψουν, οι δράστες συμμετέχουν ενεργά στην αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσαν.

Καθαρίζοντας χώρους, βάφοντας τοίχους ή αναδιαμορφώνοντας κατεστραμμένες υποδομές, αντιλαμβάνονται τον αντίκτυπο των πράξεών τους και συμμετέχουν στην αποκατάσταση του δημόσιου χώρου.

Επιπλέον, η κοινωνική εργασία στέλνει ένα μήνυμα στην κοινότητα ότι η κοινωνία δεν εστιάζει μόνο στην τιμωρία αλλά και στην επανόρθωση και την επανένταξη.

Ωστόσο, για να εφαρμοστεί αποτελεσματικά, απαιτείται σωστός σχεδιασμός και επίβλεψη. Η κοινωνική εργασία πρέπει να είναι στοχευμένη, δημιουργώντας μια σχέση ανάμεσα στην πράξη και τις συνέπειές της, ώστε να αποτρέψει την επανάληψη τέτοιων συμπεριφορών.

Συνολικά, ως ποινή για βανδαλισμό δεν είναι απλώς δίκαιη, αλλά απαραίτητη για την αποκατάσταση και την αλλαγή νοοτροπίας, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την ποιότητα ζωής, ιδιαίτερα εντός του αστικού ιστού.

Δεν μένει λοιπόν παρά η πολιτεία να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής της στην ελληνική κοινωνία – εξάλλου είναι δίκαιο, ας γίνει πράξη.