Η νέα δέσμη μέτρων της ΕΕ διατηρεί τον στόχο του 2035, αλλά με ευελιξία, τεχνολογική ουδετερότητα και ανάσα ανταγωνιστικότητας στην ευρωπαϊκή βιομηχανία αυτοκινήτου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλάζει γραμμή στην αυτοκινητοβιομηχανία, με τον επίτροπο Απόστολο Τζιτζικώστα να μιλά για ρεαλιστική στροφή στους στόχους εκπομπών, περισσότερη ευελιξία μετά το 2035 και τέλος στη λογική των απόλυτων απαγορεύσεων, χωρίς εγκατάλειψη της πορείας προς βιώσιμες μεταφορές.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το νέο «Automotive Package», ένα πακέτο μέτρων που στοχεύει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, εισάγοντας μεγαλύτερη ευελιξία στους κανόνες για τις εκπομπές CO₂, διατηρώντας παράλληλα το στρατηγικό σήμα προς τον εξηλεκτρισμό και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του συμβιβασμού είχε ο επίτροπος Βιώσιμων Μεταφορών και Τουρισμού, Απόστολος Τζιτζικώστας, ο οποίος στις διαπραγματεύσεις με τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στους φιλόδοξους περιβαλλοντικούς στόχους και τις πραγματικές αντοχές της αγοράς, συμβάλλοντας σε μια συμφωνία που αποκαθιστά την προβλεψιμότητα, προστατεύει θέσεις εργασίας και επαναφέρει την ελπίδα για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου στην Ευρώπη.

Η τοποθέτηση 

Όπως τόνισε ο επίτροπος Βιώσιμων Μεταφορών και Τουρισμού, «σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς για την ευρωπαϊκή βιομηχανία, το νέο πλαίσιο αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό ορόσημο, που δείχνει ότι δεν διστάζουμε να προσαρμόζουμε τις πολιτικές μας, όταν συνειδητοποιούμε ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει».

«Εξοπλίζουμε την αυτοκινητοβιομηχανία της Ευρώπης, ώστε να διατηρήσει την ηγετική της θέση σε μια ανταγωνιστική παγκόσμια αγορά που μεταβάλλεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ ταυτόχρονα διατηρούμε σταθερά την πορεία μας προς πιο βιώσιμες μεταφορές», προσέθεσε.

Ο κ. Τζιτζικώστας επισήμανε, επίσης, ότι «υλοποιούμε άλλη μια κρίσιμη δέσμη μέτρων, με στόχο τη διατήρηση της ισχύος, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας στην παγκόσμια αγορά. Βασιζόμαστε στην κοινή λογική και την προσαρμογή στις πραγματικές συνθήκες. Η αναθεώρηση των στόχων μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για τα αυτοκίνητα και τα ημιφορτηγά θα επιτρέψει μεγαλύτερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα, ώστε αφενός να μη διαταραχθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, αφετέρου να μη χαθούν θέσεις εργασίας και να μην κλείσουν μονάδες παραγωγής στην Ευρώπη».

Επιπλέον, ο κ. Τζιτζικώστας, εξηγώντας τις προβλέψεις του νέου πλαισίου, υπογράμμισε: «Για να καταλήξουμε στη συγκεκριμένη δέσμη μέτρων εργαστήκαμε σκληρά. Είναι μια σημαντική επιλογή, πριν να είναι πολύ αργά για τη βιομηχανία μας. Ταυτόχρονα, πρέπει να συνεχίσουμε να μειώνουμε τις εκπομπές μας από τις μεταφορές. Είναι σημαντικό ότι ο συνολικός στόχος για το 2035 μειώνεται στο 90% του αρχικού. Αυτό είναι ένα σαφές μήνυμα ότι και άλλες τεχνολογίες, εκτός από τα ηλεκτρικά οχήματα με μπαταρία, μπορούν να διατεθούν στην αγορά μετά το 2035. Και η ευελιξία μετά το 2035 εισάγει πραγματική τεχνολογική ουδετερότητα. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, παραμονή στην αγορά των ηλεκτρικών υβριδικών οχημάτων ή και των παραδοσιακών αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης. Γεγονός που δίνει στην αγορά και τον καταναλωτή την ελευθερία να αποφασίσουν ποια τεχνολογία θέλουν να οδηγήσουν».

Η νέα δέσμη μέτρων

Αναφερόμενος στα πλεονεκτήματα της νέας δέσμης μέτρων, ο επίτροπος σημείωσε: «Δίνουμε στους κατασκευαστές το περιθώριο για να καινοτομήσουν και να οργανώσουν αποτελεσματικά την παραγωγή τους. Θέτουμε προβλέψιμους και ρεαλιστικούς κανόνες που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητα, αποτρέπουν προβλήματα στις επενδύσεις καινοτομίας στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας. Επίσης, μέσω της νέας πρότασής μας για τους εταιρικούς στόλους, προωθούμε τα καθαρά οχήματα, με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης να αναλαμβάνουν αυτοί που έχει μεγαλύτερη σημασία να το αναλάβουν, δηλαδή οι μεγάλες εταιρίες κι όχι οι πολίτες και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις».

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το βάρος αναλαμβάνουν οι μεγάλες εταιρίες που απασχολούν περισσότερους από 250 υπαλλήλους και με κύκλο εργασιών 50 εκατ. ευρώ, οι οποίες καλύπτουν μόλις το 0,16% του συνόλου των εταιριών στην ΕΕ.

Ο κ. Τζιτζικώστας χαρακτήρισε την πρόταση της ΕΕ «ρεαλιστική», με το βάρος για τη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές να επωμίζονται κυρίως οι μεγάλες εταιρίες, ενώ στα κράτη μέλη παρέχεται ευελιξία για την επιλογή των πλέον κατάλληλων κινήτρων και φορολογικών μέτρων και η δυνατότητα για προσαρμογή βάσει των συνθηκών αγοράς, των εταιρικών δομών του κάθε κράτους μέλους και την ετοιμότητά του σε επίπεδο υποδομών.

«Στην πρότασή μας προβλέπεται ότι η δημόσια χρηματοδοτική στήριξη θα πρέπει να δημιουργεί προστιθέμενη αξία για την ΕΕ. Όταν τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν δημόσιους πόρους για τη στήριξη της υιοθέτησης καθαρότερων οχημάτων, θα πρέπει να τονώνουν τη ζήτηση για οχήματα που κατασκευάζονται στην Ευρώπη, να ενισχύουν τη βιομηχανική μας βάση, να προστατεύουν τις θέσεις εργασίας και να διασφαλίζουν ότι τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων συμβάλλουν άμεσα στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας μας. Η νέα δέσμη μέτρων θέτει επίσης τα θεμέλια για την παραγωγή μικρών, προσιτών αυτοκινήτων που κατασκευάζονται στην Ευρώπη, διασφαλίζοντας ότι ο κλάδος παραμένει ανταγωνιστικός και χωρίς αποκλεισμούς, αλλά και ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές επωφελούνται από βιώσιμες και υψηλής ποιότητας επιλογές κινητικότητας», υπογράμμισε ο κ. Τζιτζικώστας.