Το νέο αφήγημα του Αλέξη Τσίπρα δεν έχει να κάνει με το πρόγραμμά του και τις προτάσεις του (παρότι δήλωσε ότι διεκδικεί τη… νίκη στις εκλογές της 25ης Ιουνίου) αλλά μια αόρατη απειλή για τη Δημοκρατία και τη χώρα, στην περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης λάβουν ισχυρή αυτοδυναμία και οι πολίτες επαναλάβουν με την ψήφο τους τα ποσοστά της 21ης Μαΐου.
Αφήγημα καινοφανές ειδικά τη στιγμή που προέρχεται από έναν πρώην πρωθυπουργό ο οποίος ναι μεν δεν κατάφερε ποτέ να πείσει την πλειοψηφία των πολιτών να του δώσουν τη δυνατότητα να κυβερνήσει μόνος του παρά το γεγονός ότι τις δύο φορές που ήρθε πρώτος ίσχυε το μπόνους των 50 εδρών και όχι η βόμβα που ο ίδιος έβαλε με την απλή αναλογική.
Αφήγημα που επίσης έρχεται σε αντίθεση και με τη σημαία της κληρονομιάς του Ανδρέα Παπανδρέου που ο Αλέξης Τσίπρας σήκωσε ψηλά επιχειρώντας να πείσει τους ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς ότι είναι ο συνεχιστής του, δεδομένου ότι ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε πάντα με ισχυρή πλειοψηφία.
Οι εκλογές της Μεταπολίτευσης
Στις εκλογές που έγιναν μετά τη Χούντα στις οι περισσότερες κυβερνήσεις έτυχαν ισχυρής πλειοψηφίας. Εξαίρεση οι περιπτώσεις που οι εκλογές έγιναν με το νόμο Κουτσόγιωργα και οι εκλογές τα χρόνια των μνημονίων (κυβέρνηση Σαμαρά και κυβερνήσεις Τσίπρα).
Στις πρώτες εκλογές μετά τη Χούντα η ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή σάρωσε με ένα θηριώδες ποσοστό της τάξεως του 54,37% και με 220 έδρες.
Στις εκλογές του 1977 το ποσοστό της ήταν 41,87% και οι έδρες 171 για τη ΝΔ και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον ιδρυτή του κόμματος που έβαλε τη χώρα στην τότε ΕΟΚ και τις βάσεις για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής χώρας.
Στις εκλογές του 1981 το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία με 48,07% και 172 έδρες και σε αυτές του 1985 με 45,82% και 161 έδρες. Αν τώρα για τον Τσίπρα αυτό έχει να κάνει με καθεστώτα και άλλες ψεκασμένες θεωρίες τότε μάλλον η αντιγραφή του Ανδρέα ήταν ένα ακόμη λάθος.
Η συνέχεια επίσης χαρακτηριστική. Το ΠΑΣΟΚ έστησε τον νόμο Κουτσόγιωργα βλέποντας την ήττα να έρχεται. Κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Αποτέλεσμα; Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στις εκλογές του 1989 έλαβε 44,28% αλλά μόλις 145 έδρες και στις νέες που προκηρύχθηκαν έλαβε 46,19% και 148 έδρες. Μεσολάβησε μια οικουμενική κυβέρνηση και νέες εκλογές το 1990 για να πάρει ποσοστό 46,89% και 150 έδρες. Χρειάστηκε η ψήφος της ΔΗΑΝΑ για να σχηματίσει κυβέρνηση και στη συνέχεια να προστεθεί μια ακόμη μετά τη διαπίστωση λάθους στην κατανομή των εδρών για να φτάσει τις 152 μια οριακή πλειοψηφία που καθιστούσε δύσκολη τη διακυβέρνηση της χώρας.
Το 1993 επανήλθε στην εξουσία ο Ανδρέας Παπανδρέου με 46,89% και 170, ενώ το 1996 κέρδισε τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ με πρόεδρο τον Κώστα Σημίτη με 41,49% και 162 έδρες. Ο ίδιος κέρδισε και τις εκλογές του 2000 με 43,79%, με οριακή μάλιστα διαφορά από τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή αλλά με 158 έδρες.
Στη συνέχεια ο Κώστας Καραμανλής νίκησε στις εκλογές του 2004 με 45,36% και 165 έδρες και σε αυτές του 2007 με 41,87% και 152 έδρες
Το 2009 το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στην εξουσία με νίκη και ποσοστό 43,92% και 160 έδρες.
Στη συνέχεια ήρθε η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (προκειμένου να καταστεί εφικτή η αυτοδυναμία) και η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, δηλαδή Τσίπρα-Καμμένου που επίσης ήταν απαραίτητα για να δημιουργηθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εν τούτοις είχε προκαλέσεις εντυπώσεις και ερωτήματα το γεγονός πως ο επικεφαλής της Κουμουνδούρου είχε επιλέξει να συνεργαστεί με τον Πάνο Καμμένο που σήμερα αναφέρεται ως «αναγκαίο κακό».
Τον Ιούλιο του 2019 η ΝΔ γίνεται κυβερνώσα παράταξη και ο Κυριάκο Μητσοτάκης πρωθυπουργός με 158 βουλευτές. Και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να πείσει ότι δημιούργησε ένα καθεστώς καθώς και ότι κατέλυσε ουσιαστικά τη Δημοκρατία η απάντηση των πολιτών ήταν ηχηρή.
Οι… μαύρες αγκινάρες του ΣΥΡΙΖΑ έδειξαν πως η Κουμουνδούρου ήταν (και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι εκτός πραγματικότητας). Και ότι επιμένει σε ένα αφήγημα που όχι μόνο δεν έπεισε ψηφοφόρους αλλά έτρεψε σε φυγή 600.000 από αυτούς που ψήφισαν Αλέξη Τσίπρα το 2019 διαπιστώνοντας ότι αντί για αξιωματική αντιπολίτευση επέλεξε τον ρόλο ενός κόμματος διαμαρτυρίας.
Το γεγονός πως θέλει να πείσει τώρα ότι αν υπάρξει ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση θα είναι σε βάρος της Δημοκρατίας προκαλεί θυμηδία αλλά και αναδεικνύει την απουσία ιστορικής μνήμης σε ένα κόμμα που επικαλείται διαρκώς την ιστορία άσχετα φυσικά να τις περισσότερες φορές την παραχαράσσει.
Και η ιστορία έχει δείξει πως η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος που οι πολίτες επιλέγουν να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας είναι απαραίτητη. Και απαιτείται να είναι ισχυρή προκειμένου να καταστεί εφικτή η υλοποίηση του προγράμματός του, πολύ δε περισσότερο σήμερα που το έργο της επόμενης κυβέρνησης αναμένεται να είναι δύσκολο.
Το βέβαιο είναι πως καμία κυβέρνηση με ισχυρή αυτοδυναμία δεν έγινε καθεστώς αφού η Δημοκρατία έχει γερές βάσεις. Και αμφισβητείται μόνο από όσους αμφισβητούν τη δυνατότητα και κυρίως την ικανότητα των πολιτών να επιλέγουν με την ψήφο τους.