Τον Φεβρουάριο του 2024, ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο Διονύσης Τεμπονέρας και η Εφη Αχτσιόγλου διοργάνωσαν μια εκδήλωση, ο τίτλος της οποίας ήταν «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος; Μια πειστική απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων». Οπως και τότε, έτσι και τώρα, απάντηση δεν υπήρξε και, όπως πορεύονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δύσκολα θα βρεθεί, όσο τα συστήματα κινούνται με τη λογική ενός «αντιμητσοτακικού μετώπου», το οποίο συνδέεται με λογικές εξωθεσμικές, εκτός πολιτικής σκηνής δηλαδή, που επιδιώκουν να τεθεί υπό έλεγχο ο πρωθυπουργός.
Η ύπαρξη κέντρων και παράκεντρων που έχουν στόχο ένα είδος συγκυβέρνησης δεν είναι άγνωστη. Ειδικά όταν μια χώρα είναι στις ράγες της οικονομικής ανάταξης και ανάπτυξης και όταν πόροι χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου αυτού. Οι δε πιέσεις είναι συνεχείς και όταν οι πόρτες είναι κλειστές, αναζητούν άλλες μεθόδους. Τον Μάρτιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε από το βήμα της Βουλής: «Οι κυβερνήσεις ορίζουν τους κανόνες και αυτό οδηγεί ενίοτε σε συγκρούσεις. Αυτό είναι το κόστος των διαφορετικών ρόλων. Δεν είναι καινούριο. Εχουμε ζήσει εποχές διαπλεκόμενων, σχέσεις νταβατζήδων. Αυτή είναι η Ελλάδα που θέλουμε να αλλάξουμε. Δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο στο τιμόνι του τόπου».
Από τη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός σημείωσε επίσης με έμφαση: «Αν αυτοί είναι ισχυροί και έχουν και μέσα ενημέρωσης, τα ενεργοποιούν κατά της κυβέρνησης, αλλά να γνωρίζουν πως κοπιάζουν άδικα, γιατί εμείς λογοδοτούμε μόνο στον ελληνικό λαό» δείχνοντας σαφώς ότι δεν προτίθεται να ασχοληθεί με όλους όσοι επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Και εδώ είναι και η ουσία. Είναι ορατό ότι αναζητείται ένα πρόσωπο που θα αποτελέσει το αντίπαλο... δέος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ακόμη και οι συζητήσεις περί συνένωσης –ή συγκόλλησης, αν θέλετε– της κεντροαριστεράς με γνώμονα αυτήν τη διαδικασία κινούνται. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως κάθε φορά επιχειρείται να γίνει επένδυση σε ένα πρόσωπο, το οποίο ενδεχομένως να έχει τη δυνατότητα να σταθεί απέναντι στον πρωθυπουργό.
Η προσπάθεια εξακολουθεί να είναι σε εξέλιξη. Είναι ορατό. Και είναι και αναμενόμενο, δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός κινείται με γνώμονα την υλοποίηση των δεσμεύσεών του και την προώθηση των μεταρρυθμίσεων και όχι την εξυπηρέτηση όσων θέλουν να επιβάλλουν τα δικά τους συμφέροντα. Η στήριξη πολιτικών αντίπαλων έχει αποτύχει. Και έχει αποτύχει διότι δεν διαθέτουν μια εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας ούτε σοβαρό προγραμματικό σχέδιο για την αλλαγή σελίδας της χώρας. Η προσπάθεια των... συγκολλήσεων δείχνει αυτήν ακριβώς την αδυναμία. Η θεωρία της κεντροαριστεράς και της συνένωσής της απέναντι στον φιλελευθερισμό και τη δήθεν δεξιά καθίσταται ένα είδος ανέκδοτου. Ο στόχος είναι η εύρεση προσώπου που θα σταθεί απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Γι’ αυτό άλλωστε και αποτυγχάνουν οι προσπάθειες που γίνονται. Διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που αναζητούνται στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των προβλημάτων. Δίνει σταθερότητα και διατηρεί τα στοιχεία της κυβερνησιμότητα. Και το κάνει αυτό επιβεβαιώνοντας διαρκώς –με τα όποια λάθη και τις όποιες παραλείψεις– ότι έχει μπροστά του έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη με καθορισμένα χρονικά σημεία αναφοράς όπως, για παράδειγμα, στην παρούσα φάση το 2027 και τη λήξη της συνταγματικά προβλεπόμενης θητείας της νέας του κυβέρνησης.
Κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, ο πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ δήλωσε αφενός ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε πολιτική αφασία», αφετέρου ότι «Δεν υπάρχει σοβαρή πρόταση. Το ΠΑΣΟΚ καταψήφισε όλες τις μεταρρυθμίσεις και προοδευτικές παρεμβάσεις που κάναμε. Αρα το όχι σε όλα δεν ταιριάζει στη σημερινή Ελλάδα. Αυτή η παρουσίαση μιας μαύρης πραγματικότητας αδικεί την αντιπολίτευση». Για να καταλήξει σημειώνοντας: «Θα ήταν θετικό να υπάρχει εναλλακτική πρόταση. Δυστυχώς, προς το παρόν, αυτό δεν το βλέπουμε».
Η αλήθεια είναι πως 14 μήνες μετά τις εθνικές εκλογές του 2023 και σχεδόν τρία χρόνια πριν από τις εκλογές του 2027 η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αναδεικνύει αυτές τις διαφορές που αποτυπώνονται και σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ανεξάρτητα από τα ποσοστά που καταγράφονται από τις ευρωεκλογές και μετά. Είναι διαφορές που αφορούν την κυβερνησιμότητα. Στο πρόσωπο δηλαδή που, κατά τη λαϊκή ρήση, «τραβά το κάρο».
Ετσι, την ώρα που στα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης αναζητείται αρχηγός μέσα από ζυμώσεις, παρασκήνια -και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις-, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φεύγει μπροστά βάζοντας στο επίκεντρο τα προβλήματα, καταθέτοντας τις λύσεις που έχουν σχεδιαστεί και που προσαρμόζονται, φυσικά, ανάλογα με εξελίξεις που υπερβαίνουν τα όρια της χώρας όπως, για παράδειγμα, οι διεθνείς γεωπολιτικές κρίσεις. Κρίσεις που έχουν και οικονομικές επιπτώσεις σε όλες όμως τις χώρες. Ακρίβεια, υγεία, παιδεία, οικογένεια και δημογραφικό γίνονται οι προμετωπίδες της μάχης που είναι σε εξέλιξη με στόχο την ύπαρξη απτών και μετρήσιμων από τους πολίτες αποτελεσμάτων.
* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»